Η
σχέση του Μ. Θεοδωράκη με την Ορθόδοξη Εκκλησία
Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής ΑΠΘ
Πρόεδρος της
Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)
Πολλοί
βιογράφοι ή φίλοι του αείμνηστου Μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη έχουν
υπογραμμίσει τον σεβασμό, την αγάπη και την αφοσίωσή του στην ορθόδοξη
χριστιανική παράδοση και έχουν επισημάνει ότι οι μουσικές του νότες είχαν ως
αφετηρία, την εκκλησιαστική Μουσική, παράλληλα με τη Λαϊκή και Δημοτική Μουσική
παράδοση της Ελλάδας.
Άλλωστε, η εκκλησιαστική
Μουσική και Λειτουργική παράδοση, ως κύριο μέρος του ελληνικού λαϊκού
πολιτισμού, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη τη μουσική ευαισθησία του Μίκη.
Και αυτό, διότι ο μεγάλος ρωμιός μουσικοσυνθέτης ήταν εραστής του όλου του
ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος, ως γνωστό, είχε καταστεί οργανικό στοιχείο της
ζωής του.
Δεν θα μπορούσε
συνεπώς να είναι επιλεκτικός και να μην τιμά όλα εκείνα που αιώνες τιμούσε,
σεβόταν και αγαπούσε ο ελληνικός λαός. Γι αυτό, ως
γνήσιος δέκτης και εκφραστής της λαϊκής ευαισθησίας και του λαϊκού πολιτισμού,
δεν ακολούθησε τις διχαστικές ή
επιλεκτικές θέσεις των αυτοκαλούμενων προοδευτικών, που τα
τελευταία 50 χρόνια περιφρονούν και στοχοποιούν ένα από τα διαχρονικά μεγάλα
και σπουδαία πρότυπα του ελληνικού λαού, τη χριστιανική του πίστη και αφοσίωση
στις ορθόδοξες χριστιανικές του παραδόσεις.
Ο Θεοδωράκης,
ήδη από την παιδική του ηλικία υπήρξε τέκνο της Εκκλησίας και άρχισε να
συνδυάζει και να ενώνει τις νότες του με τη βυζαντινή μουσική. Το 1982,
στο Σημείωμά του για το έργο του «Θεία Λειτουργία, σε κείμενα του Αγίου
Ιωάννου του Χρυσόστομου», αναφέρει σχετικά: «Προσωπικά είχα την τύχη να
ζυμωθώ από μικρός με τη μουσική της Εκκλησίας. Μαθητής του δημοτικού, στο
Αργοστόλι, συμμετείχα στην εκκλησιαστική χορωδία που σχημάτιζε κάθε χρόνο ο
Μητροπολίτης για τα τροπάρια της Μεγάλης Παρασκευής. Τώρα, που τα έβαλα ατόφια
μέσα στην Τρίτη Συμφωνία, μπορώ να πω ότι νιώθω σαν να εκπλήρωσα το πιο βαρύ
μου χρέος απέναντι σε εκείνο που θεωρώ νερομάνα της μουσικής μας -και όχι μόνο
μουσικής- μνήμης: τη βυζαντινή παράδοση. Μετά το Αργοστόλι, στην Πάτρα και στον
Πύργο, συμμετείχα πάντα σε εκκλησιαστική χορωδία, για να καταλήξω στην Τρίπολη
(1940-43) να διευθύνω πια ο ίδιος τη χορωδία της Αγίας Βαρβάρας. Τότε έγραψα
και τα πρώτα μου εκκλησιαστικά δοκίμια: “Σε υμνούμεν”, “Χερουβικά”,
“Δοξολογία”, με κορύφωμα, στα 1942, την “Κασσιανή”, που την τοποθετώ ανάμεσα
στα κορυφαία μου έργα».
Το 1983, επίσης, στην
παρουσίαση της σύνθεσής του «Νεκρώσιμη Ακολουθία εις τους Κεκοιμημένους», σε
συνεργασία με την Εκκλησία, είχε πει μεταξύ άλλων: «Η συνεργασία με
την Εκκλησία είναι οπωσδήποτε ένα μεγάλο πρόβλημα για ένα μαρξιστή… Θυμάμαι,
όταν είχα γράψει μουσική για το γνωστό τραγούδι “Και δόξα τω Θεώ…”, κάποιος από
τους ιεροφάντες του αγνού μαρξισμού με κατηγόρησε ότι μ΄ αυτό το τραγούδι
προπαγανδίζω τη θρησκεία, το “όπιον του λαού”… Σ΄ αυτά τα 40 χρόνια πού πέρασαν
έχω καταλήξει σε ορισμένα βασικά συμπεράσματα… Η Εκκλησία αποτελεί για μας τους
Έλληνες ένα χώρο πάνω κι έξω από οποιεσδήποτε πολιτικοϊδεολογικές πεποιθήσεις
και προκαταλήψεις. Θα έλεγα είναι το λίκνο του Έθνους… το λίκνο του Ελληνισμού.
Μέσα εκεί βαφτίζουμε τα παιδιά μας, αφού πρώτα βαφτισθούμε εμείς οι ίδιοι, εκεί
παντρευόμαστε, εκεί αποχαιρετάμε τους αγαπημένους μας. Είτε το θέλουμε είτε όχι
τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μας τις έχουμε περάσει στην Εκκλησία… Θα
ήταν λοιπόν αφέλεια να ξαναγυρίσουμε στο δόγμα, “η θρησκεία είναι το όπιο του
λαού”. Έτσι, στη πράξη αποφάσισα να κάνω αυτή τη Λειτουργία με τη φιλοδοξία να
ανανεώσω τους εκκλησιαστικούς ήχους…».
Βαθιά
πεποίθησή του Θεοδωράκη ήταν ότι «μόνο με την ανανέωση της μνήμης και της
πίστης μπορούμε να γίνουμε κάτι. Πρέπει να έχουμε
βάσεις και ρίζες, να είμαστε περήφανοι για αυτό το καταπληκτικό πάντρεμα της
ουσίας της ελληνικότητας με την ουσία του Χριστιανισμού».
Ο ίδιος, επίσης, τόνιζε
ότι: «Συνάντησα την ελληνική γλώσσα και το βυζαντινό μέλος στα κηρύγματα του
Χριστιανισμού, σε μια εποχή που ζούσαμε κάτω από τον ζυγό της κατοχής».
Όταν πραγματοποιήθηκε,
στην Κωνσταντινούπολη, η μουσική εκδήλωση «Πόλις
2010 και Λυσιστράτη» είπε
μεταξύ άλλων στον χαιρετισμό του: «Θα ήθελα να στείλω ένα μήνυμα αγάπης και
φιλίας στους φίλους μας Τούρκους και ιδιαίτερα σ’ εκείνους που πιστεύουν, όπως
εγώ, στην ιστορική ανάγκη για την επίτευξη μιας ισχυρής και μόνιμης φιλίας και
συνεργασίας ανάμεσα στους δύο λαούς μας. Ένας από τους
ακρογωνιαίους λίθους για το χτίσιμο αυτής της φιλίας είναι ο αμοιβαίος σεβασμός
των μεγάλων αξιών του κάθε λαού, όπως είναι η πίστη στις εθνικές, ιστορικές,
πολιτιστικές και θρησκευτικές του αξίες. Για εμάς, τους Έλληνες, η Ορθοδοξία
αποτελεί μια κορυφαία μορφή και λειτουργία της εθνικής μας συνείδησης, τόσο
πολύτιμης και ισχυρής, όσο η ίδια μας η Πατρίδα. Και γι’ αυτό, ας μου επιτραπεί
να απευθύνω έκκληση, ιδιαίτερα προς την Τουρκική Κυβέρνηση, να λάβει σοβαρά υπ’
όψη της αυτό το γεγονός, εάν πράγματι θέλει να προχωρήσουμε σοβαρά και οριστικά
στην επίλυση των διαφορών μας, ξεκινώντας από τον έμπρακτο σεβασμό προς το
Πατριαρχείο και τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, που αποτελούν σύμβολα της Ελληνικής
Ορθοδοξίας, με την οποία, όπως είπα, είναι τόσο στενά δεμένος ο ελληνικός
λαός».
Ο Θεοδωράκης,
φαίνεται ότι δεν έθεσε ποτέ σε αμφισβήτηση τη σχέση του με την Ορθόδοξη
Εκκλησία. Γι΄ αυτό και εκφράζεται συνειδητά, όταν δηλώνει: «Εγώ δεν
βρήκα καμία αντίφαση ανάμεσα στην (ένταξή μου και στην) Εκκλησία, όπου
συνάντησα την ελληνική γλώσσα, το βυζαντινό μέλος, που είναι και ελληνικό
μέλος. Ήμουνα ένας αντιστασιακός, ήμουνα ένας κομμουνιστής εκείνη την εποχή και
παράλληλα ήμουνα ένας χριστιανός, ένας άνθρωπος που πίστευε στην Ορθοδοξία και
που πίστευε και που πιστεύει στη συνέχεια του ελληνικού έθνους. Κι ένας μεγάλος
σταθμός είναι βέβαια και το Βυζάντιο, όπου, όχι μόνο διατήρησε το ελληνικό
μέλος αλλά και το επεξεργάστηκε και από κει το πέρασε στα ακριτικά και στα
δημοτικά μας τραγούδια κι έτσι μπόρεσε να διατηρηθεί η εθνική και πολιτιστική
μας ταυτότητα. Αναγεννήθηκα μέσα από την Εκκλησία. Ήθελα, επειδή πιστεύω ότι η
Εκκλησία εξακολουθεί να είναι και είναι συνάθροιση απλών ανθρώπων, ιδιαίτερα
στις μικρές μονάδες όπως είναι το χωριό, όπως είναι η κωμόπολη, όπως είναι η
πόλη, θα ’θελα πάρα πολύ να γράψω πάρα πολλά εκκλησιαστικά έργα, όπως είχα
γράψει, όταν ήμουν έφηβος αλλά και μετέπειτα, ξεκινώντας από τη “Λειτουργία του
Ιωάννου του Χρυσοστόμου”. Μετά την “Κασσιανή” (1942) και τη “Θεία
Λειτουργία” (1982), συνέθεσα, το 1984, την “Ακολουθία εις Κεκοιμημένους”. Μετά
τη “Θεία Λειτουργία”, αισθάνθηκα απολυτρωμένος. Έχω, άλλωστε, σκεφτεί να
συνθέσω πολλές “Θείες Λειτουργίες”, εάν μου το επιτρέψει ο πανδαμάτωρ χρόνος.
Να συνθέσω και “Δοξολογία”, ίσως και “Δοξολογίες”».
Ο Θεοδωράκης, με τον
πρόσφατο θάνατό του, έχει περάσει ήδη στην αιωνιότητα. Χαρακτηριστικά
των πνευματικών
του γονιδίων είναι όσα πιστεύει για το νόημα του θανάτου, επεξηγώντας όσα
ένιωσε, καθώς μελετούσε και μελοποιούσε το κείμενο της Νεκρώσιμης Ακολουθίας
του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, στη σύνθεσή του «Ακολουθία εις κεκοιμημένους»:
«Το κείμενο, από τα υψηλότερα ανθρώπινα, πνευματικά, φιλοσοφικά και ποιητικά
επιτεύγματα του ελληνικού λυρικού λόγου, μας βοηθά ανακαλύψουμε τις ορθές και
πραγματικές μας διαστάσεις. Μας καλεί σε μια μεθυστική κατάδυση στο
βάθος του εαυτού μας, για να ανακαλύψουμε το “φως που καίει”, την ουσία και την
πεμπτουσία της ανθρώπινής μας ύπαρξης. Να ενωθούμε με το μυστήριο του θανάτου,
σαν τη μόνη εγγύηση και οδό, ότι έτσι ανακαλύπτουμε την ουσία της ζωής».
Η γνωστοποίηση της
επιθυμίας του να κηδευτεί και να ταφεί, σύμφωνα
με το ορθόδοξο χριστιανικό τυπικό, επιβεβαιώνει την πίστη και αφοσίωσή του στον
Νοητό Ήλιο της Δικαιοσύνης, που φωτίζει και αγιάζει τον κόσμο.
Αιωνία του η μνήμη!
"Ορθόδοξη
Αλήθεια" 08-09-2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου