ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ ΘΑΥΜΑΣΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Οἰκονομάει ὁ Θεός. Βλέπει τὶς
ἀνάγκες, τὶς ἐπιθυμίες μας, καί, ὅταν κάτι εἶναι γιὰ τὸ καλό μας, μᾶς τὸ δίνει.
Ὅταν κανεὶς χρειάζεται σὲ κάτι βοήθεια, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία βοηθοῦν.
Ρωτοῦσαν τὸν Γέροντα Φιλάρετο: «Τί θέλεις, Γέροντα, νὰ σὲ οἰκονομήσουμε;».
«Ὅ,τι θέλω ἡ Παναγία θὰ τὸ στείλη», ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος. Καὶ ἔτσι γινόταν. Ὅταν
ἐμπιστευώμαστε τὸν ἑαυτό μας στὸν Θεό, ὁ Καλὸς Θεὸς μᾶς παρακολουθεῖ καὶ μᾶς
οἰκονομάει. Σὰν καλὸς οἰκονόμος δίνει στὸν καθένα μας ὅ,τι τοῦ χρειάζεται καὶ
μᾶς φροντίζει ἀκόμη καὶ σὲ λεπτομέρειες γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες μας. Καὶ γιὰ νὰ
καταλάβουμε τὴν φροντίδα Του, τὴν πρόνοιά Του, μᾶς δίνει ἀκριβῶς ὅ,τι μᾶς χρειάζεται.
Νὰ μὴν περιμένης ὅμως πρῶτα νὰ σοῦ δώση ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐσὺ νὰ δώσης ὅλο τὸν ἑαυτό
σου στὸν Θεό. Γιατί, ἐὰν ζητᾶς συνέχεια ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἀφήνης τὸν ἑαυτό
σου μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, αὐτὸ δείχνει ὅτι ἔχεις δικό σου σπίτι καὶ
ἀποξενώνεσαι ἀπὸ τὶς αἰώνιες οὐράνιες Μονές. Ὅσοι ἄνθρωποι τὰ δίνουν ὅλα στὸν
Θεὸ καὶ δίνονται ὁλόκληροι σ᾿ Αὐτόν, στεγάζονται κάτω ἀπὸ τὸν μεγάλο τροῦλλο
τοῦ Θεοῦ καὶ προστατεύονται ἀπὸ τὴν θεία Του πρόνοια. Ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ
εἶναι μιὰ συνεχὴς μυστικὴ προσευχή, ποὺ φέρνει ἀθόρυβα τὶς δυνάμεις τοῦ Θεοῦ
ἐκεῖ ποὺ χρειάζονται καὶ τὴν ὥρα ποὺ χρειάζονται, καὶ τότε τὰ φιλότιμα παιδιά
Του Τὸν δοξολογοῦν συνέχεια μὲ πολλὴ εὐγνωμοσύνη.
Ὁ Παπα-Τύχων, ὅταν
εἶχε πάει στὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, δὲν εἶχε Ναό, ἂν καὶ τοῦ ἦταν ἀπαραίτητος.
Οὔτε χρήματα εἶχε γιὰ νὰ φτιάξη, παρὰ μόνο μεγάλη πίστη στὸν Θεό. Μιὰ μέρα
προσευχήθηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὶς Καρυές, μὲ τὴν πίστη ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοῦ
οἰκονομοῦσε τὰ χρήματα ποὺ χρειαζόταν, γιὰ νὰ φτιάξη τὸν Ναό. Πρὶν φθάση ἀκόμη
στὶς Καρυές, τὸν φώναξε ἀπὸ μακριὰ ὁ δικαῖος τῆς Σκήτης τοῦ Προφήτη Ἠλία. Ὅταν
πλησίασε ὁ Παπα-Τύχων, ὁ δικαῖος τοῦ εἶπε: «Κάποιος καλὸς Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν
Ἀμερικὴ μοῦ ἔστειλε αὐτὰ τὰ δολλάρια, γιὰ νὰ τὰ δώσω σὲ κανέναν ἀσκητὴ ποὺ δὲν
ἔχει Ναό. Ἐσὺ δὲν ἔχεις Ναό· πάρ' τα καὶ φτιάξε». Δάκρυσε ὁ Παπα-Τύχων ἀπὸ
συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν Καλὸ Θεὸ πού, σὰν καρδιογνώστης ποὺ εἶναι, εἶχε
φροντίσει γιὰ τὸν Ναό, πρὶν ἀκόμη ἐκεῖνος Τὸν παρακαλέση, ὥστε νὰ τοῦ ἔχη
ἕτοιμα τὰ χρήματα, ὅταν θὰ τοῦ τὰ ζητοῦσε.
Ὅταν κανεὶς ἀφήνεται
στὸν Θεό, ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀφήνει. Καὶ πράγματι, ἂν χρειασθῆς αὔριο στὶς δέκα ἡ
ὥρα κάτι, ὅταν δὲν εἶναι παράλογο καὶ εἶναι ἀνάγκη πραγματική, ἐννιὰ καὶ
σαράντα πέντε λεπτὰ ἢ ἐννιὰ καὶ μισὴ θὰ τὸ ἔχη ἕτοιμο ὁ Θεός, γιὰ νὰ σοῦ τὸ
δώση. Π.χ. σοῦ χρειάζεται ἕνα κύπελλο στὶς ἐννιὰ ἡ ὥρα. Στὶς ἐννιὰ παρὰ πέντε
σοῦ ἔρχεται τὸ κύπελλο. Σοῦ χρειάζονται πεντακόσιες δραχμές. Τὴν ὥρα ποὺ τὶς
θέλεις ἔρχονται ἀκριβῶς πεντακόσιες δραχμές· οὔτε πεντακόσιες δέκα οὔτε
τετρακόσιες ἐνενῆντα. Ἔχω παρατηρήσει ὅτι, ἂν μοῦ χρειασθῆ λ.χ. κάτι αὔριο, ὁ
Θεὸς τὸ ἔχει προνοήσει ἀπὸ σήμερα· πρὶν δηλαδὴ τὸ σκεφθῶ ἐγώ, τὸ ἔχει σκεφθῆ ὁ
Θεὸς πιὸ νωρὶς καὶ τὸ παρουσιάζει τὴν ὥρα ποὺ τὸ χρειάζομαι. Γιατὶ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ
ἔρχεται, γιὰ νὰ φθάση σ' ἐμένα ἀκριβῶς τὴν ὥρα ποὺ τὸ χρειάζομαι, βλέπω πόσος χρόνος
ἀπαιτεῖται. Ἄρα ὁ Θεὸς τὸ φρόντισε νωρίτερα.
Ὅταν ἀπὸ φιλότιμο
κάνουμε τὸν Θεὸ νὰ χαίρεται μὲ τὴν ζωή μας, τότε Ἐκεῖνος δίνει ἄφθονες τὶς
εὐλογίες Του στὰ φιλότιμα παιδιά Του, τὴν ὥρα ποὺ τὶς χρειάζονται. Ὅλη ἡ ζωὴ
μετὰ περνάει μὲ εὐλογίες τῆς θείας πρόνοιας. Μπορῶ ὧρες νὰ σᾶς λέω παραδείγματα
ἀπὸ τὴν θαυμαστὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἤμουν στὸν
πόλεμο, στὶς ἐπιχειρήσεις, εἶχα ἕνα Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ἔδωσα σὲ κάποιον. Μετὰ
ἔλεγα: «Ἄχ, νὰ εἶχα ἕνα Εὐαγγέλιο, πόσο θὰ μὲ βοηθοῦσε!». Τὰ Χριστούγεννα μᾶς
εἶχαν στείλει πάνω στὸ βουνὸ διακόσια δέματα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Ἀπὸ τὰ διακόσια
δέματα, μόνο στὸ δικό μου δέμα ὑπῆρχε ἕνα Εὐαγγέλιο! Ἦταν παλιὸ Εὐαγγέλιο, εἶχε
καὶ χάρτη τῆς Παλαιστίνης. Στὸ δέμα ὑπῆρχε καὶ ἕνα σημείωμα ποὺ ἔγραφε: «Ἂν
χρειάζεσαι καὶ ἄλλα βιβλία, γράψε μας νὰ σοῦ στείλουμε». Ἀργότερα, στὴν Μονὴ
Στομίου, χρειάσθηκα μιὰ φορὰ ἕνα κανδήλι γιὰ τὸν Ναό. Ἕνα πρωί, χαράματα,
κατέβηκα στὴν Κόνιτσα. Τὴν ὥρα ποὺ περνοῦσα ἔξω ἀπὸ ἕνα σπίτι, ἀκούω μιὰ κοπέλα
νὰ λέη στὸν πατέρα της: «Πατέρα, ὁ καλόγερος!». Τότε ἐκεῖνος ἦρθε καὶ μοῦ εἶπε:
«Πάτερ, ἔταξα ἕνα κανδήλι στὴν Παναγία· πάρε αὐτὰ τὰ χρήματα νὰ τὸ ἀγοράσης»,
καὶ μοῦ δίνει πεντακόσιες δραχμές, ἀκριβῶς ὅσο ἔκανε τὸ 1958 ἕνα κανδήλι. Ἀλλὰ
καὶ τώρα, ὅταν κάτι χρειάζωμαι, τὰ οἰκονομάει ἀμέσως ὁ Θεός. Θέλω λ.χ. νὰ κόψω
ξύλα καὶ δὲν μπορῶ. Τότε οἰκονομοῦνται τάκα–τάκα τὰ ξύλα. Πρὶν ἔρθω ἐδῶ, ἔλαβα
ἕνα δέμα ποὺ εἶχε μέσα πενῆντα χιλιάδες δραχμές, ἀκριβῶς ὅσα χρειαζόμουν. Ἔδωσα
μία εἰκόνα τοῦ «Ἄξιόν ἐστιν» σὲ κάποιον εὐλογία, τὴν ἄλλη μέρα μοῦ φέρνουν μία
τῆς «Πορταΐτισσας!». Φέτος τὸ καλοκαίρι, πρὶν βρέξη, δὲν εἶχα καθόλου νερό.
Τώρα ποὺ ἔβρεξε λίγο, μαζεύω ἑνάμισι κουτὶ τὴν ἡμέρα. Ἡ στέρνα ἔχει περσινὸ
νερό, καὶ αὐτὴ εἶναι χάλια. Πῶς τὰ οἰκονομάει ὅμως ὁ Θεός! Ἔχω ἕνα βαρέλι μὲ
νερό. Τόσοι ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται κάθε μέρα πίνουν, πλένονται, γιατὶ εἶναι καὶ
ἱδρωμένοι, καὶ ἡ στάθμη κατεβαίνει μόνον τέσσερα-πέντε δάκτυλα! Ἑκατὸν
πενῆντα-διακόσιοι ἄνθρωποι νὰ βολεύωνται καὶ νὰ μὴν ἀδειάζη τὸ βαρέλι! Ἄλλοι
ἀνοίγουν πολὺ τὴν κάννουλα τῆς βρύσης, ἄλλοι τὴν ξεχνοῦν ἀνοιχτὴ καὶ τρέχει,
καὶ ὅμως τὸ νερὸ δὲν τελειώνει!
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου