Γέρων Εφραίμ
(για παλαιοημερολογίτες)
(για παλαιοημερολογίτες)
Πριν από χρόνια ήταν
ένας πνευματικός Κύπριος πάρα πολύ καλός. Αυτός ήτανε αρχικά στο Σταυροβούνι,
είναι ένα μοναστήρι στην Κύπρο· ήτανε τότε νεώτερος, αλλά ιερομόναχος. Όταν
ήταν σ’ αυτό το μοναστήρι, μου το διηγείτο ο ίδιος, εκεί έφυγε ένας Αγιορείτης ζηλωτής
πατέρας, του παλαιού, βέβαια, ημερολογίου. Όταν λέμε «ζηλωτή», πρέπει να
εννοούμε φανατικό παλαιοημερολογίτη, οι οποίοι καταδικάζονται από την Εκκλησία
ως αιρετικοί και σχισματικοί. Αυτός λεγόταν πατήρ Ιωάννης, τον ήξερα, έφυγε από
το Άγιον Όρος, μάλιστα από την Σκήτη της Αγίας Άννας και πήγε στην Κύπρο. Εκεί
στην Κύπρο προσπάθησε να δημιουργήσει κλίμα παλαιοημερολογίτικο και εν συνεχεία
πήγε επάνω στο μοναστήρι Σταυροβουνίου, όπως μου διηγείτο ο ίδιος ο
ιερομόναχος, και άρχισε να μιλάει τα του παλαιού ημερολογίου στους εκεί πατέρες
του μοναστηρίου. Άρχισε να λέει και στον ιερομόναχο αυτόν, ότι οι λειτουργίες
που κάνεις δεν είναι λειτουργίες και τα μυστήρια, τα οποία κάνεις, δεν είναι
μυστήρια, ότι δεν έχουν χάρη, δεν έχουν ευλογία κλπ. Ο ιερομόναχος αυτός άρχισε
να ταλαντεύεται μέσα, μες στους λογισμούς του, και να λέει: άραγε, λέει σωστά
αυτός ο άνθρωπος; Άραγε, μήπως δεν κάνω λειτουργία και μυστήριο, αλλά κάνω μια
θεατρική παράσταση εδώ στη λειτουργία και βλέπει ο κόσμος; Έχοντας όλα αυτά μες
στο λογισμό του, μια μέρα ξεκίνησε να κάνει Θεία Λειτουργία. Ε, προχώρησε η
Θεία Λειτουργία, ευλόγησε τα Άγια κι όταν έφτασε η ώρα και γονάτισε για να
κάμει την ύψωση του Αγίου άρτου και να πει «πρόσχωμεν, τα άγια τοις αγίοις»
βλέπει στο δισκάριο επάνω, βλέπει στο δισκάριο επάνω ότι ο άρτος έγινε σάρκα,
έγινε κρέας κόκκινο και αμέσως άρχισε ο έλεγχος της συνειδήσεως να του λέει
ότι: από την απιστία των λογισμών σου, γιατί αμφέβαλλες, και γι’ αυτό και για
κείνο, ο Θεός επέτρεψε τώρα ο άρτος να γίνει σάρκα, να γίνει κρέας, και τώρα
πώς θα κοινωνήσεις, και πώς θα κοινωνήσεις και τους μοναχούς, κι όλα είναι από
την αμαρτία που σκέφτηκες, κι όλα αυτά τον έκαμαν να κλαίει. Γονάτισε εκεί κι
άρχισε και πάλι να κλαίει, δεν μπορούσε να κοιτάξει στο δισκάριο το κρέας. Κι
ήταν πάτερ μου, λέει, κρέας σαν κι αυτό του μηρού, λέει, που δεν έχει πάχη,
κόκκινο…
Κι έτσι εκεί που
έκλαιγα, και παρακαλούσα, και δεόμουνα του Θεού ν’ αλλάξει την περίπτωση, να
γίνει πάλι άρτος, και να με συγχωρέσει τους λογισμούς μου και την απιστία μου,
που είχα στο μυστήριο, εκεί, έρχεται ο εκκλησιαστικός και λέει: Πάτερ, σας
συνέβηκε καμιά ζημιά, ξέρω γω τι, να σας βοηθήσω; Όχι παιδί μου, πήγαινε,
οι αμαρτίες μου, τις αμαρτίες μου κλαίω εδώ, πήγαινε συ, δε χρειάζεσαι… Και
δεόμουνα πάλι, και μετά αφού έκλαψα, έκλαψα πολύ, σηκώνω έτσι δειλά δειλά τα
μάτια μου να δω τι γίνεται επάνω στην Αγία Τράπεζα, κοιτάζω στο Δισκάριο, πάει
το κρέας, έγινε άρτος, έγινε λευκός όπως ήταν το πρόσφορο! Σηκώνομαι, τον
μελίζω, κοινωνάω με χαρά, μ’ ευχαρίστηση, ησύχασα μέσα μου, ότι όντως, η
λειτουργία μου είναι σωστή εν Αγίω Πνεύματι κι ότι δεν είναι αυτό σωστό, που
μου είπε ο ζηλωτής αυτός πατέρας, ο φανατικός, ότι δεν έχουν τα μυστήρια χάρη
κι ότι εμείς οι νεοημερολογίτες είμαστε εκτός Χάριτος και εκτός Εκκλησίας κι
είμαστε οι κολασμένοι.
Αυτό είναι το ένα
γεγονός. Έχω κι άλλο. Επέρυσι, αν θυμούμαι ακριβώς, ήμουνα στης Πορταριάς το
μοναστήρι κι όπως είμαστε τώρα έτσι εδώ, ήμουνα με τις μοναχές και τις μιλούσα.
Εκεί που τις μιλούσα, χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω, ήταν ένα πνευματικό μου
παιδί, μια γυναικούλα από την Κρήτη, μια χαριτωμένη γυναικούλα, που με πολύ
έτσι, πολύ ενάρετο και πολύ πιστό κοντά μου, και ήταν στο Βόλο και ανέβαινε
απάνω και άκουγε τη Θεία Λειτουργία και κοινωνούσε και μετά έκανε, είναι η
μετάθεσις του ανδρός της από τεχνικής πλευράς και πήγε στην Κοζάνη και μου πήρε
τηλέφωνο κι έτσι κάπως ανήσυχα μου λέει:
- Γέροντα, θέλω να σου
πω το εξής και είμαι πολύ στενοχωρημένη· τι είναι αυτό, που μου συμβαίνει; οι
αμαρτίες μου είναι, που συνέβαλλαν να νιώσω αυτά τα πράγματα;
-Ε, τι παιδί μου; της λέω, Ευτυχούλα, της λέω, τι συμβαίνει;
-Ε, τι παιδί μου; της λέω, Ευτυχούλα, της λέω, τι συμβαίνει;
-Πατέρα, μου λέει,
όταν ήμουνα στο μοναστήρι αυτού, κοινώνησα· κι όπως κοινώνησα λέει, η μερίδα
του Αγίου Άρτου, έγινε κρέας στο στόμα μου και δεν μπορούσα να το μασήσω· ωμό
κρέας, και το κατάπια. Κι έγινε μια ευωδία στο στόμα μου, λέει, τρελλή,
μου λέει. Ήρθα εδώ στην Κοζάνη και κοινώνησα πάλι με το νέο, στη Μητρόπολη (σε
μας κοινώνησε με το παλαιό) κοινώνησα εδώ με το νέο και μου έγινε η μερίδα πάλι
κρέας και τόση ευωδία, που έχω μια βδομάδα που δεν παίρνω (…….) να τακτοποιηθώ,
γιατί δεν θέλω να χάσω την ευωδία της Αγίας Κοινωνίας, που έχω, που αισθάνομαι.
Γιατί; Οι αμαρτίες μου είναι τόσες πολλές, λέει, και μου συμβαίνει αυτό;
-Λέω, παιδάκι μου,
λέω, δεν είναι αυτό, αλλ’ ότι ο Θεός σε αγάπησε έτσι και σου έδειξε αυτό το
μυστήριο, για να πιστέψεις ακράδαντα ότι εμείς οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι
πιστεύουμε ότι ο Άγιος Άρτος και το κρασί μας γίνονται, με την ευλογία της
Εκκλησίας, και με τις ευχές της Εκκλησίας, με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος,
μεταβάλλεται σε σάρκα και αίμα και κοινωνάμε τον Θεό μας με σάρκα και αίμα, και
γινόμαστε ένα με το Χριστό και αγιάζεται και η σάρκα και το πνεύμα μας.
- Ω, λέει, έτσι έχουν τα πράγματα;
- Μάλιστα παιδί μου, έτσι έχουν τα πράγματα.
- Ω, λέει, έτσι έχουν τα πράγματα;
- Μάλιστα παιδί μου, έτσι έχουν τα πράγματα.
Όταν ήμουνα το ’72 στο
Σινά, στην Αγία Αικατερίνη, στο μοναστήρι, εκεί που καθίσαμε, είπαμε να
λειτουργήσω την επαύριο, να κοινωνήσουν οι πιστοί, και μία που ήμουνα και για
πρώτη φορά στο Σινά, και στην Αγία Αικατερίνα, λέγω, είναι ευχής έργον τώρα κι
έχουμε και το Άγιο Λείψανό της εκεί, να λειτουργήσω. Οι άλλοι πήγαν επάνω στην
κορυφή, αλλά εγώ προτίμησα στην Θεία Λειτουργία. Λειτούργησα, ήταν πάρα πολύ
ωραία· και βγάλαμε και τα Άγια Λείψανα και χαιρετήσαν οι Χριστιανοί· ευωδίαζε ο
τόπος με της Αγίας Αικατερίνης. Από βραδίς δε, επειδή συζητούσαμε για τη Θεία
Κοινωνία, ποιοι θα κοινωνήσουν κλπ., και αναφερθήκαμε πάλι στο παλαιό, ότι το
νέο δεν έχει χάρη κλπ. Πετάγεται μία κυρία, η οποία είχε πνευματικό πατέρα τον
π. Άγγελο, τον Νησιώτη, αν έχετε ακουστά, ένας πάρα πολύ πνευματικός άνθρωπος.
Λοιπόν αυτός ο άνθρωπος, η γυναίκα τον είχε πνευματικό πατέρα, και θέλοντας να
υποστηρίξει την αλήθεια λέει το εξής: ότι κάποτε πάτερ, μου λέει, θα κάναμε μία
Θεία Λειτουργία και είχαμε συνήθεια από το Γέροντα, ότι όπου πηγαίναμε, μας έλεγε
ετοιμαστείτε να κοινωνήσετε, και πήγαμε κάπου εκδρομή και σε κάποιο παρεκκλήσι
κάναμε τη Θεία Λειτουργία. Όταν βγήκε ο πνευματικός μας έξω στην Ωραία Πύλη με
το Άγιον Ποτήριον, λέει: παιδιά μου, τι να σας κοινωνήσω; δέστε τι έγινε εδώ!
Και μας έδειξε, πάτερ, με τα μάτια μου είδα, μέσα στο Άγιο Ποτήριο ήταν κρέας
και αίμα. Δεν μπορώ να σας κοινωνήσω λέει, μόνον θα σας κοινωνήσω με το Άγιον
Αίμα· και μας έδωσε μόνον Αίμα, λέει, διότι τη σάρκα δεν μπορούσε να μας τη
δώσει. Εδώ, πώς την κατέλυσε αυτός, τι προσευχές έκανε και μετεβλήθη πάλι σε
άρτο και κατέλυσε την Αγία Κοινωνία, ο Θεός ξέρει κι ο ίδιος. Αλλά μας το είπε
η ίδια η γυναίκα, η οποία το είδε με τα μάτια της. Και πόσα άλλα έχουμε από
τους Αγίους Πατέρας…
Θέλω να πω ότι χωρίς
να ξέρουν οι άνθρωποι του παλαιού, παρότι είναι το ορθόδοξο, το πιο σωστό
ημερολόγιο και πιο ευλογημένο, αλλά ωστόσο όμως, επειδή με την πάροδο του
χρόνου άνθρωποι, οι οποίοι δεν κατείχαν καλά τα πράγματα και την αλήθεια, από
κει που ξεκίνησε σαν ημερολόγιο και σαν μια ακρίβεια να φυλαχτεί και προς έναν
έλεγχο της Εκκλησίας της Ελλάδος να επιστρέψει στο παλαιό πάλι κλπ., το φτάσανε
να το κάνουν δογματικό από μια εκκλησιαστική παράβαση, έγινε δογματικό,
δογματική παράβαση. Οπότε, όταν κανείς ακούσει ότι σφάλμα επάνω σε δόγμα της
Εκκλησίας, δειλιάζει κι αρχίζει και το κοιτάζει διαφορετικά το θέμα. Αλλά δεν
είναι δογματικόν, είναι απλώς εκκλησιαστικόν και είναι απλώς ημερολόγιο.
Και έφτασε η υπόθεσις
αυτή τώρα πλέον, και κυρίως στην Ελλάδα, να έχουμε δύο, τρεις, τέσσερις
Σύνοδοι, από επισκόπους παλαιοημερολογίτες, οι οποίες η μία Σύνοδος έχει
διαφορές με την άλλη. Και η κάθε Σύνοδος έχει τον Αρχιεπίσκοπό της. Σκεφτείτε
τώρα, μέσα σε μία Αθήνα, που πρέπει να υπάρχει ένας Αρχιεπίσκοπος, είναι
πέντε-έξι αρχιεπίσκοποι. Ε, όλα αυτά σημαίνουν ότι δεν πάμε καλά, ότι δεν
ξεκίνησε καλά το θέμα. Βέβαια οι επίσκοποι, οι οποίοι ηγήθησαν του παλιού τότε,
ήταν βέβαια πάρα πολύ σωστοί άνθρωποι, και μάλιστα ο Φλωρίνης ήταν ένας άγιος
άνθρωπος και πολύ μελετημένος και όπως λέγεται ότι στα τελευταία του, όταν ήταν
να κοιμηθεί, αναστέναξε και είπε: Κύριε, μη στήσεις την αμαρτίαν ταύτην. Δηλαδή,
εννοούσε ότι με το να ξεκινήσουν και να ηγηθούν του παλαιού, είδαν ότι βγήκε
έξω από το σωστό δρόμο, κι από ημερολόγιο το κάναν δόγμα και το (…) τώρα
άνθρωποι και δεν μπορεί να τους αναχαιτίσει. Κι όταν επέθανε ο Δημητριάδος και
οι δύο άλλοι, ο Χριστοφόρος με τον Πολύκαρπο, υπήρχε, ο (…) ήταν από τους δύο
αυτούς επισκόπους, νέοι επίσκοποι γύρισαν με το νέο πάλι, γιατί κατάλαβαν ότι
έκαναν λάθος κι ότι πρέπει να το διαλύσουν. Δηλαδή, άμα αντιληφθείς, σκεφτήκανε
η ηγεσία η εκκλησιαστική θα υποχωρήσει κι ο λαός· και θα ενωθεί πάλι με την
Εκκλησία και δεν θα υπάρχει θέμα παλαιού για να υπάρχει αυτό το σχίσμα. Φύγαν,
έγιναν με το νέο αυτοί, επέστρεψαν και έμεινε μόνον ο Φλωρίνης σαν τελευταίος·
και τον λέγαν, κάμε επίσκοπο, κάμε επίσκοπο· όχι, όχι, όχι. Σου λέει να πεθάνω
κι εγώ, να σβήσει. Και απέθανε κι αυτός και δεν άφησε διάδοχο. Και έφτασαν οι
παλαιοημερολογίτες να μην έχουνε επίσκοπο, να μην έχουν κεφαλή. Και να έχουν
πέσει κατά κάποιον τρόπο στην αίρεση, που δεν είναι αίρεσις, αλλά σε θέση μιας
αιρέσεως, που δεν είχαν κεφαλή. Ήτανε λαός, αλλά επίσκοπο δεν είχανε. Φθάσανε
σ’ αυτό το σημείο. Εάν ήτανε η μόνη Ορθόδοξος Εκκλησία… Η Ορθόδοξος Εκκλησία
ποτέ δεν έμεινε χωρίς Επίσκοπο. Όπου Επίσκοπος εκεί και κεφαλή, εκεί κι η
Εκκλησία. Αυτοί δεν είχανε επίσκοπο για πολλά χρόνια. Και επειδή ήξευραν ότι
εκατηγορούντο ως ακέφαλοι πλέον, και δεν στέκεται στον τελευταίο Χριστιανό να
το σκεφτεί, ότι υπάρχει Εκκλησία χωρίς Επίσκοπο, αναγκάστηκαν έτσι, κι επίμονα,
κι ήρθαν στην Αμερική ορισμένοι Αρχιμανδρίτες να χειροτονηθούν Επίσκοποι από
την Εκκλησία, από τη Σύνοδο της Διασποράς, των Ρώσων του Αναστασίου. Αλλά η
Σύνοδος δεν χειροτονούσε κανέναν! Γιατί δεν θέλαν να ξεκινήσουνε, να συνεχίσουν
ας πούμε, οι νέοι Επίσκοποι ότι εκείνοι οι παλαιοί είδαν ότι δεν πάει καλά.
Ωστόσο όμως, η επιμονή τους να κάνουνε, για να ηγηθεί κάποιος Επίσκοπος, δύο
επίσκοποι να κάνουν κεφαλή, να μην κατηγορούνται ως ακέφαλοι, γιατί δεν
στέκεται σε καμιά περίπτωση, ήτανε ξεκάρφωτο το πράγμα εντελώς, ήταν ολοφάνερο
ότι δεν παν καθόλου καλά· και βρήκανε τον Σεραφείμ και έναν, αν δεν απατώμαι,
τον Λεόντιο, οι οποίοι ήτανε και οι δύο Επίσκοποι της Συνόδου της Διασποράς των
Ρώσων, η οποία Σύνοδος δεν έχει δώσει την άδεια, καταλάβατε; Αυτοί οι δύο,
κρυφά από τη Σύνοδό τους, ο ένας νεοημερολογίτης κι ο άλλος παλαιοημερολογίτης
της αυτής Συνόδου, κρυφά χειροτόνησαν τον Ακάκιο και τον κάναν Αρχιεπίσκοπο. Κι
όταν ήρθε αυτός στην Ελλάδα, τότε θυμάμαι ήμουνα κάτω, ήρθε αυτός και είπε ότι
χειροτονήθηκα Επίσκοπος. Τα χειροτονικά σας πάτερ; Χειροτονικά δεν
υπήρχαν! Πώς θα σε πιστέψουμε πως έγινες επίσκοπος; Είμαι επίσκοπος και τα
χειροτονικά μου θα έρθουνε μετά από καιρό. Ποιοι είναι οι Επίσκοποι, οι οποίοι
σε κάνανε; Δεν έλεγε· δεν ήθελε να φανερωθεί, ότι θα πήγαινε είδηση στην
Σύνοδο, στην οποία υπάγοντο οι Επίσκοποι· και θα γινόταν, θα δικαζόντουσαν οι
άνθρωποι. Και κατά κανόνα της Εκκλησίας, όποιος Επίσκοπος χειροτονήσει –οι δύο
είχαν χειροτονήσει επίσκοπο- κρυφά, άνευ αδείας της Εκκλησιαστικής των αρχής,
οι χειροτονίες άκυρες και οι χειροτονίες αυτές καθαίρονται. Καταλάβατε; Κανόνας
ρητός Συνόδου. Λοιπόν, κατά κανόνα έπρεπε: η χειροτονία, τώρα, να είναι άκυρος
του Ακακίου και αυτοί οι δύο οι Ρώσοι, οι δύο άνθρωποι, οι δύο Επίσκοποι, να
καθαιρεθούν. Γι’ αυτό και δεν έδειχνε χειροτονικό! Δεν είχε. Πώς να το
φανερώσει; Άλλοι είπαν ότι δεν σε δεχόμαστε ως Επίσκοπο και άλλοι, αναγκαστικά,
για να καλύψουν τη θέση τους, τον δεχτήκαν ως Επίσκοπο κι ότι, εν καιρώ, θα
φέρει τα χειροτονικά. Και τα χειροτονικά του έγιναν με δικηγόρο, σαν συμβόλαιο
έδειξε κατόπιν. Όταν πια έγινε γνωστό, ότι έγινε κρυφά η χειροτονία του, πήγε
στη Σύνοδο η υπόθεσις. Η Σύνοδος σκέφτηκε από δω, σκέφτηκε από κει, θα γίνουμε
ρεζίλι, και συγχώρεσαν το σφάλμα στους δύο Επισκόπους και, κατά κάποιον τρόπο,
και το σφάλμα του Ακακίου και ενέκριναν σχετικώς και οικονομικώς τη χειροτονία.
Στη συνέχεια, ένας δεν
μπορούσε να χειροτονήσει Επίσκοπο, διότι αν χειροτονούσε θα έπαιρνε κι αυτός τη
σειρά του Ματθαίου, ο οποίος Ματθαίος χειροτόνησε μόνος του κι έκανε ολόκληρη
Σύνοδο και είναι εντελώς άκυρες οι χειροτονίες του. Γι’ αυτό κι αυτός κάλεσε
πάλι το Λεόντιο, κρυφά, από την Αμερική και ήρθε στην Αθήνα και κρυφά, σε
μοναστήρια μέσα, κάναν χειροτονίες επισκόπων και ξαφνικά τους φανέρωσαν
χειροτονημένους. Και λεν, μα πού έγιναν οι χειροτονίες; Γιατί δεν έγιναν
ενώπιον του λαού; Αν τους εγκρίνουμε κι εμείς; Αλλά, είπαν ότι τώρα εμείς, δεν
μπορούμε να κάνουμε φανερά για τον άλφα ή βήτα λόγο· κρυφά, τα κάλυψαν και
έγιναν επίσκοποι και ο Αυξέντιος και ο Γερόντιος και ο (…) και τόσοι άλλοι, και
κάνανε μία Σύνοδο.
Στη συνέχεια, όπως
είπαμε και προχτές, κάποτε είπαν ότι πρέπει να συνέλθομε και να ενωθούμε, να
αποτελέσουμε ένα μεγάλο σώμα, μια μεγάλη Εκκλησία, να αντιπαραταχθούμε στο Νέο
ημερολόγιο, στη νέα Εκκλησία. Αλλά συμφωνήσανε να πιστέψουνε και να κάνουν
κοινό «πιστεύω» ότι η Εκκλησία, η καθ’ όλα Εκκλησία ή του παλαιού ή του νέου
ημερολογίου, που δεν υπάγονται σ’ αυτούς, όπως είναι οι Βούλγαροι κι οι Σέρβοι
κι η Αλβανική κτλ., όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες του παλαιού και του νέου,
όλες αυτές οι Εκκλησίες απεκηρύχθησαν ως αιρετικές και σχισματικές κι ότι
τα μυστήριά τους είναι άκυρα· και μόνον τα δικά τους είναι έγκυρα και σωστά.
Αλλά όταν συνήλθαν και κάναν αυτή την Σύνοδο, διεφώνησαν ύστερα ποιος θα ‘ναι ο
Αρχιεπίσκοπος! Από ποια παράταξη θα ‘ναι ο Αρχιεπίσκοπος; Εκεί διαφώνησαν. Οι
μεν έλεγαν ο δικός μας θα ‘ναι Αρχιεπίσκοπος, η άλλη παράταξη έλεγε ο δικός μας
θα είναι κι εκεί πάλι ξεχώριζαν και μείναν πάλι ξεχωριστά οι παρατάξεις, με
αρχιεπισκόπους δικούς των, αλλά συμφώνησαν στο ίδιο «πιστεύω», ότι δεν υπάρχει
Χάρις και Αγιασμός στα μυστήρια της Εκκλησίας, της καθ’ όλα Εκκλησίας και μόνον
αυτοί έχουν τον Αγιασμό. Γι’ αυτό σήμερα λένε, όπως τώρα έχω μάθει, τώρα που
ήρθα εδώ, εκεί που πηγαίνουν επάνω στο μοναστηράκι αυτό, τους λέει ο πάτερ ότι,
εκκλησιαστείτε κάτω εδώ στην Εκκλησία, αλλά μυστήρια μην παίρνετε. Που θέλει να
πει, το λέγει πλάγια δεν το λέει ευθέως ότι είναι άκυρα, διότι δεν υπάρχει
Εκκλησία με το παλαιό για να εκκλησιαστούν οι άνθρωποι· λέει, ακκλησίαστοι θα
μείνουν; Ας παν στην εκκλησία, έως ότου σκέφτονται να κάνουν εκκλησία, αλλά
μυστήρια μην πάρετε, λέει. Αν τα μυστήρια είναι έγκυρα, γιατί να μην τα
πάρουν; Αν όμως είναι άκυρα, δεν πρέπει να τα πάρουν. Δεν το λέει ευθέως,
αλλά το λέει πλάγια, πολύ έξυπνα κι έντεχνα ότι, μην κοινωνήσεις, μόνο σε μένα
θα κοινωνήσεις· που λέει μόνον τα δικά του είναι έγκυρα και της εκκλησίας
της δικής σας δεν είναι έγκυρα. Αυτό δεν πρέπει να λέγονται έτσι. Πρέπει
να πει ότι, αν είναι, πρέπει να του κάνουμε την ερώτηση, ωραία: Να πάμε στην
εκκλησία, πάτερ μου, γιατί δεν μας επιτρέπετε; πέστε μας μ’ ένα ναι κι ένα όχι:
είναι έγκυρα ή δεν είναι; Έχουν Άγιο Πνεύμα ή δεν έχουν; Αν έχουν, επιτρέψτε
μας να κοινωνήσουμε· εάν δεν έχουν, πέστε μας ότι δεν έχουν και γι’ αυτό δεν
μας επιτρέπετε. Αυτή είναι η αλήθεια του Θεού. Καταλάβατε. Αυτό πρέπει να το
γνωρίζουν.
Και εγώ, με τον πάτερ
Παντελεήμονα, που είναι στην Αμερική στη Βοστώνη, είναι σαν αδελφός μου.
Εννοείτε δηλαδή, ότι ο πατήρ Αρσένιος, το γεροντάκι που έχουμε σήμερα, όπως
ξέρετε, είναι ο κατόπιν από τον Γέροντα Ιωσήφ, ανέλαβε σαν μεγαλόσχημα, κι εγώ
σαν εφημέριος τον διάβαζα, στην σκήτη που ήμασταν εκεί. Ο πατήρ Παντελεήμων
αίρει την χειροτονία του διακόνου από τον Αθηναγόρα των Θυατείρων, ξέρετε,
αυτός που άφησε ιστορία όχι ορθόδοξη στο Λονδίνο· ήταν πρώτα επίσκοπος Βοστώνης
μετά έγινε Θυατείρων Αγγλίας, ο οποίος άφησε όνομα οικουμενιστικό, κι απέθανε
στο Λονδίνο. Στη συνέχεια ερχόταν ο πατήρ Παντελεήμων ως διάκονος και συλλειτουργούσαμε
κάτω. Εν τω μεταξύ με το νέο ημερολόγιο ο Θυατείρων, όταν ήταν στη Βοστώνη, με
την εκκλησία του Ιακώβ. Στη συνέχεια έγινε ιερεύς στα Ιεροσόλυμα, από την
Εκκλησία των Ιεροσολύμων, που εννοείται ότι είναι με την καθ’ όλα Εκκλησία και
δεν είναι με τους παλαιοημερολογίτες. Από κει πήρε και την χειροτονία, πάρα
πολύ σωστά· κι από τη μία πλευρά κι από την άλλη. Αλλά, τώρα πιστεύει πλέον,
ότι δεν υπάρχει σωτηρία ούτε… καλά, σε μας είναι ξεκάθαρο το πιστεύω. Όταν τον
ρώτησα τότε «με τους παλαιοημερολογίτες είσαι πάτερ;» μου λέει «όχι, μήτε με
τους παλαιοημερολογίτες μήτε με τους νεοημερολογίτες». Τέλος πάντων, έχει δική
του γραμμή σταθερή και λέει ότι δεν υπάρχει σωτηρία, ει μη μόνον στη δική του
πλευρά, και δεν κοινωνάει κι ούτε εξομολογείται σε ανθρώπους του νέου
ημερολογίου. Αυτό βέβαια έγινε μπροστά μου και δεν μπορεί κανείς να μου πει ότι
έχω λάθος· όταν πήγα στη Βοστώνη και πήγα στο μοναστήρι του, έγιναν μπροστά μου
και τα ξέρω. Βέβαια εμείς είμαστε πνευματικά αδέλφια κι έχουμε την αγάπη κλπ.,
αλλά διαφωνούμε πέρα για πέρα στις απόψεις αυτές. Ο δικός μου ο γέροντας του
είπε, μεταξύ άλλων, ότι, όπως τον πιστεύεις σαν άγιο κι έχεις το άγιο λείψανό
του και κάνεις θαύματα με το λείψανο του Γέροντος, όμως ο Γέροντάς μας έχει
κοιμηθεί στην Εκκλησία, εμείς χειροτονηθήκαμε από τον Επίσκοπο, ο οποίος ήταν
στην Εκκλησία και μάλιστα τότε, όταν χειροτονηθήκαμε, μνημονεύαμε τον
Οικουμενικό Πατριάρχη -τότε ήταν ο ΑΘηναγόρας-, και αγίασε μέσα στην Εκκλησία·
πώς τώρα θα πούμε ότι αυτή η Εκκλησία, που αγίασε το Γέροντα είναι αιρετική;
Είναι τρομερό!
Όταν τα μυστήρια
αγιάζονται εν Αγίω Πνεύματι και εγώ, ο παλαιοημερολογίτης, ο φανατικός, λέω ότι
αυτά δεν είναι αγιασμένα αλλά είναι άρτος και οίνος, δεν βλασφημώ στο Άγιο
Πνεύμα, που έχουν απάνω τους; Όταν τα λέω ότι είναι κοινά και δεν είναι
αγιασμένα, δεν πάω εναντίον του Αγίου Πνεύματος, που τα έχει αγιάσει; Όταν
είναι σάρκα και αίμα Χριστού και λέω «δεν είναι», δεν πάω εναντίον του Αγίου
Πνεύματος; Θέλω να πω το εξής, ότι είναι πολύ λεπτό το θέμα και μπορεί σε μια
στιγμή, -το λέει κι ο ιερός Χρυσόστομος: κρείσσον εσφαλμένως μετά της Εκκλησίας
ή ακριβολογείν και ορθοδοξείν έξω της Εκκλησίας. Τι θέλει να πει εδώ; Είναι
ακριβώς απάνω στην περίπτωσή μας. Καλύτερα με το σφάλμα του ημερολογίου μέσα
στην Εκκλησία, παρά να κάνω τον Ορθόδοξο, τον σούπερ Ορθόδοξο, και να βρεθώ έξω
της Εκκλησίας με το να δογματίζω ότι τα μυστήρια είναι άκυρα και οι άνθρωποι
δεν σώζονται.
Εβρέθηκα εγώ, κάποια
φορά πριν από χρόνια, κάτω στην Αθήνα, και για κάποια δουλίτσα πήγα στο γραφείο
των παλαιοημερολογιτών Επισκόπων κι ήταν ο Αρχιεπίσκοπος ο Αυξέντιος κι ήταν
και τρεις-τέσσερις άλλοι Επίσκοποι. Είχα κάποια δουλίτσα και βρέθηκα εκεί μ’
έναν κύριο. Μόλις με είδε ο Αρχιεπίσκοπος ο Αυξέντιος, ο οποίος με ήξερε, μου
λέει ευθέως: Πάτερ Εφραίμ, μην κηρύττετε ότι σώζονται οι νεοημερολογίτες. Λέω:
με συγχωρείτε, Μακαριώτατε, ουδέποτε εγώ θα κηρύξω βλάσφημο ότι (…). Πιστεύουμε
είναι αρνητικό κι αντίθετο (…). Μου λέει: όχι. (….) Δεν πιστεύω ότι της
Εκκλησίας τα μυστήρια είναι άκυρα. Στη συνέχεια φεύγει αυτός και παραλαμβάνει
το λόγο ο Ακάκιος ο νεώτερος, ο ανιψιός του Ακακίου, που έγινε αυτός στην
Αμερική, που έγινε κατόπιν αρχιεπίσκοπος, κι ο οποίος υπάρχει τώρα κάτω κι έχει
δική του, έτσι, πλευρά. Άρχισε εκείνος να μου λέει διάφορα και πολλά,
αναφερόταν σε πρόσωπα κατηγορώντας· εγώ δεν μιλούσα. Εγώ, λέει, πάτερ Εφραίμ θα
αναμυρώνω, -δεν ξέρω αν μου είπε «και θα αναβαπτίζω»- διότι είναι σχισματικοί
δυνάμει και ενεργεία. Κάνω μια παρένθεση και σας εξηγώ τι θα πει «δυνάμει και
ενεργεία». Δυνάμει, θα πει δυνάμει του τάδε κανόνως η περίπτωσις αυτή είναι
σχίσμα. Ενεργεία, όταν ο κανόνας αυτός θα γίνει έργο. Δηλαδή, οι άνθρωποι που
θα σφάλλουν στον κανόνα μετά θα το κάνουν πράξη. Δηλαδή, φερ’ ειπείν, λέγω ένα
πράγμα ότι είναι σχίσμα αλλά δυνάμει του κανόνος· όταν θ’ αρχίσω να το κάνω
πράξη και να το πιστεύω και να το κηρύττω, τότε το κάνω και πράξη. Δυνάμει και
ενεργεία, μου λέει, σχισματικοί οι νεοημερολογίτες· σαν να ήθελε να μου πει ότι
δεν υπάρχει Πνεύμα Άγιο. Λέω: Σεβασμιώτατε, έχετε λάθος. Θύμωσε αυτός, χτύπησε
κάτω το χέρι, πού το ‘χω το λάθος; Θα σας πω, πώς έχετε λάθος: πρώτον
πρέπει να ξέρετε, σαν επίσκοπος, ότι το αναμύρωμα, στην περίπτωση που λέτε,
γίνεται όταν κανείς αρνηθεί το Χριστό, όταν γίνει Χιλιαστής, όταν γίνει
Αμερικανός, όταν γίνει Ευαγγελιστής, όταν γίνει Καθολικός και μετά επιστρέψει
ξανά στην Ορθόδοξο Εκκλησία· τότε παίρνει το Άγιον Μύρο από την Εκκλησία, που
δηλοί ότι ξανά λαμβάνει το Πνεύμα το Άγιο, που έχασε με την άρνηση ή με την
αίρεση, την οποία είχε ακολουθήσει. Εδώ δεν έχουμε ούτε αίρεση ούτε
αρνησιχριστία για να δίνετε εσείς το Άγιον Μύρον. Τίποτε· χτυπούσε το χέρι του
κάτω, εγώ, πάτερ, δεν θα κάνω κοινωνία Αγίω ποτηρίω με τον Αθηναγόρα. Δεν σας
μιλάω κοινωνία με καθολικούς, δεν σας μιλάω για κάτι τέτοιο, αλλά όταν μου
λέτε, ότι βαπτισμένους ανθρώπους στην Ορθόδοξη Εκκλησία, θα τους αναμυρώνετε,
κάνετε τρομερό λάθος. Φώναζε αυτός, εγώ ήρεμα του απαντούσα, μετά έρχεται ο
Αρχιεπίσκοπος μέσα. Τι γίνεται πάτερ Εφραίμ; Συμφωνήσατε με τον Επίσκοπο;
Ρωτάει τον Επίσκοπο αν συμφωνήσαμε, εν καιρώ, λέει, θα γίνει. Δεν είπα τίποτα
περισσότερο, τους χαιρέτησα και έφυγα.
Και θέλω να πω ότι το
πράγμα ξεκίνησε εντελώς ορθόδοξα και σωστά, το παλαιό, και μετά σιγά σιγά πήρε
μία άλλη, ας πούμε, επικίνδυνη έκταση και θέση, που σήμερα αποτελεί σοβαρή
πληγή για την Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι κι αυτοί κομματιάστηκαν σε πολλά
κόμματα. Και πριν ξεκινήσω από το Άγιον Όρος μας ήρθε μία φυλλάδα, ένα
φυλλάδιο, από την Αμερική, που έλεγε ότι οι παλαιοημερολογίτες του Ματθαίου, οι
οποίοι έχουν φτάσει μέχρι την Αμερική, έχουν και Οικουμενικό Πατριάρχη! Είχε τη
φωτογραφία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης τάδε τάδε Γνησίων Ορθοδόξων
Χριστιανών (ΓΟΧ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου