Ἀπὸ τοὺς τελευταίους
Δασκάλους τοῦ Γένους μας, ὁ Φώτης Κόντογλου, γιὰ νὰ παραστήσει τὴν εἰκόνα τῆς
σημερινῆς Ἑλλάδας, κατέφυγε σ' ἕνα μύθο. Τὸ μύθο τοῦ χταποδιοῦ. Ἡ χταπόδα βοσκᾶ
στὸν πάτο τῆς θάλασσας μαζὶ μὲ τὸ χταποδάκι. Ἄξαφνά το καμακώνουνε. Τὸ χταποδάκι
φωνάζει: «Μὲ πιάσανε μάνα». Ἡ μάνα τοῦ λέγει: «Μὴ φοβᾶσαι παιδί μου».
Ξαναφωνάζει τὸ μικρό: «Μὲ βγάζουν ἀπὸ τὴ θάλασσα». Πάλι λέγει ἡ μάνα: «Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου. Καὶ πάλι: «Μὲ
σγουρίζουνε (μὲ τρίβουνε στὰ βράχια): Μὴ φοβᾶσαι παιδί μου». «Μὲ μασᾶνε». «Μὴν
φοβᾶσαι παιδί μου». «Πίνουνε κρασί, μάνα». «Ἄχ! σ 'ἔχασα παιδί μου». Τὸ
χταποδάκι, λέει ὁ Κόντογλου, συμβολίζει τὴν Ἑλλάδα. «Παλαιόθεν καὶ ὡς τώρα ὅλα
τα θερία πολεμοῦν νὰ τὴν φάνε» τρῶνε, ἀλλὰ μένει καὶ μαγιά. Χταποδομάνα εἶναι ἡ
μοίρα τῆς Ἑλλάδας. Τὸ κρασὶ συμβολίζει τὰ φῶτα τοῦ φράγκικου πολιτισμοῦ, ποὺ
μετακενώθηκαν στὴν καθ' ἠμᾶς Ἀνατολὴ ἀπὸ τοὺς ξιπασμένους νεόπλουτούς τῆς
μάθησης. Μὲ τὸ κρασὶ ξεχνᾶς ποιὸς εἶσαι...
Ἔγραψε ὁ Χουρμούζης,
ἀγωνιστής τοῦ '21 καὶ λόγιος, γιὰ τοὺς τότε ψαλιδόκωλους ποὺ....
κατέφταναν σωρηδὸν
ἀπὸ τὴ Δύση, γιὰ νὰ μᾶς φωτίσουν. «Ἀπροκάλυπτος περιφρόνησης τῶν πατρίων μας
καὶ τῆς θρησκείας ἀκόμη, ὡς δεῖγμα εὐρωπαϊκῆς προόδου. Συμπεριφορὰ
γελοιωδέστατη, δῆθεν ὑψηλῆς ἀνατροφῆς καὶ σφαίρας ἀριστοκρατικῆς. Ξιπασμένων
ὀψιπλούτων ἀηδέστατοι ἐπιδείξεις! Πτωχοαλαζονεία ἀξία οἴκτου, γλώσσα παρδαλή».
Παράδειγμα. Βιώνουμε στὶς μέρες μας κάποιες στρεβλώσεις καὶ παρανοήσεις στὴν
Παιδεία (ἢ μᾶλλον ἐκπαίδευση). Ὁ κοινὸς νοῦς βεβαιώνει πὼς δὲν λείπουν ἁπλῶς
αἴθουσες διδασκαλίας ἢ διδακτικὸ προσωπικό, ἐποπτικὰ μέσα καὶ λοιπά, τὰ ὁποῖα
θὰ λείπουν καὶ θὰ συμπληρώνονται ἀενάως. Λείπει κάτι κρισιμότερο. Ὁ μαθητὴς δὲν
καταλαβαίνει γιὰ ποιὸ λόγο εἶναι μαθητής, ὁ δάσκαλος γιὰ ποιὸ λόγο εἶναι
δάσκαλος, ἡ πολιτεία τί θέλει ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Δὲν πρόκειται γιὰ κάποια
ἐπιγενόμενη κρίση ἀξιῶν, πρόκειται περὶ κρίσεως νοήματος, ὄχι δηλαδὴ τί ἀξίζει
καὶ τί ὄχι, ἀλλὰ τί σημαίνει καὶ ποὺ ἀποσκοπεῖ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο.
Ἐπειδὴ τὰ θέματα αὐτὰ
εἶναι μεγάλα, θὰ περιοριστῶ σὲ δύο τρέχοντα ἰδεολογήματα ἢ καλύτερα, ὄροι-
γλειφιτζούρια ἀναγκαστικῆς κατανάλωσης, τῶν ὁποίων τὰ πλεονεκτήματα δὲν
μπαίνουν καν στὸν κόπο νὰ μᾶς τὰ ἐξηγήσουν οἱ νεόκοποι παιδαγωγοί. Πρώτον ὅτι
κέντρο τοῦ σχολείου εἶναι ὁ μαθητὴς καὶ ὄχι ὁ δάσκαλος καὶ δεύτερον ὅτι τὸ
σχολεῖο πρέπει νὰ ἀνοίξει στὴ ζωή, σχολεῖο ἀνοικτὸ στὴ ζωή, τὸ ὁποῖο
συνοδεύεται μὲ τὰ γνωστὰ συριζαίικα καρυκεύματα περὶ δημοκρατικοῦ,
προοδευτικοῦ, νέου σχολείου καὶ λοιπὰ ἠχηρὰ παρόμοια.
Σήμερα ἡ ἰδέα ὅτι τὸ
παιδὶ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ σχολείου, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ γενεαλογία της καὶ
ὅσοι κι ἂν εἶναι οἱ ἐπιστημονικοί της καρποί, ἔχει ἀποβεῖ ἕνα ὀλέθριο
ἰδεολόγημα, καταστρεπτικό της ἴδιας της ὑπόστασης τοῦ σχολείου. Ἰδρυτικὴ
συνθήκη τοῦ σχολείου εἶναι ὅτι ὑπάρχει κάποιος ποὺ γνωρίζει (ὁ δάσκαλος) καὶ
κάποιος ποὺ δὲν γνωρίζει (ὁ μαθητὴς) καὶ ὅτι ὁ δεύτερος προσέρχεται στὸν πρῶτο
γιὰ νὰ διδαχτεῖ καὶ νὰ μάθει. Ὁ μαθητὴς πηγαίνει σχολεῖο γιὰ νὰ μάθει γράμματα,
γιὰ νὰ μάθει συγκεκριμένα περιεχόμενα καὶ ὄχι «γιὰ νὰ μαθαίνει πῶς νὰ μαθαίνει»
ὅπως λέει ἕνα τρέχον εὐφυολόγημα, τὸ ὁποῖο εἶναι μία πελώρια ἀνοητολογία-
«κέλυφος ἔρημο ἐννοίας» κατὰ τὸ Ροΐδη- γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι μόνο
μαθαίνοντας συγκεκριμένα πράγματα μαθαίνει κανεὶς τελικὰ νὰ μαθαίνει. Ἡ
περιβόητη κριτικὴ ἱκανότητα, ἡ ἀνάπτυξη τῆς ὁποίας ἔχει ἀναχθεῖ σὲ πρωταρχικὸ
στόχο τῆς ἐκπαίδευσης, προϋποθέτει μαθητεία, σπουδὴ κοπιαστικὴ μελέτη. Ὅλα αὐτὰ
τὰ μορφωτικὰ ἀγαθά τα μεταδίδει ὁ ἀφοσιωμένος δάσκαλος- ἔχει μεταδοτικότητα
ἔλεγαν παλιὰ-καὶ τότε παίρνει καὶ αὐτός, ὡς ἀντίδωρο, τὴν εὐλογημένη ἀγάπη τῶν
μαθητῶν του. Σήμερα δυστυχῶς καταστρέψανε τὸ δάσκαλο, γιὰ νὰ τὸν μεταβάλλουνε
σὲ συνδικαλιστῆ καὶ φροντιστή, σὲ μίζερο πενταροκυνηγό, ποὺ ξέρει μόνο νὰ
διεκδικεῖ καὶ νὰ κομματὶ(ἃ)ζεται. Καὶ βέβαια, ὅλα ἀκυρώνονται, ἂν ὁ δάσκαλος
δὲν διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του. («Τοῦτο διδασκάλου ἀρίστου, τὸ δὶ' αὐτοῦ
παιδεύειν ἃ λέγει». Διδάσκει ὁ ἄγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὅπως οἱ οὐρανοὶ
διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ χωρὶς νὰ ἔχουν στόμα, ἀλλὰ διὰ τοῦ κάλλους τους, ἔτσι καὶ
ὁ δάσκαλος, τὸ ξαναγράφω, πρέπει νὰ ἔχει ζωὴ φωτεινή, γιὰ νὰ φωτίζει).
Τὸ δεύτερο, τώρα,
ἀερόπλαστο ἰδεολόγημα, περὶ σχολείου ἀνοιχτοῦ στὴ ζωή. Ὅσοι μιλοῦν γιὰ ζωὴ
σίγουρα ὑπονοοῦν ὅτι ζωὴ σημαίνει χαμόγελο, εὐτυχία, σοφία , καλοσύνη καὶ λοιπὰ
χαζοχαρούμενα, κάτι τέλος πάντων ἀπεριόριστα θετικό. Στὴ ζωὴ ὅμως ἀνήκουν ὁ
ἀνταγωνισμός, ἡ βία, ὁ φανατισμὸς καὶ ἡ μισαλλοδοξία, ὁ δόλος καὶ ἡ ἀπάτη, ἡ
χυδαιότητα καὶ ἡ βλακεία. Ὑποστηρίζω πὼς τὸ σχολεῖο πρέπει νὰ κλείσει στὴ ζωή.
Τὸ σχολεῖο πρέπει νὰ γίνει κάστρο συντήρησης, καὶ χρησιμοποιῶ τὴ λέξη μὲ τὴν πρωταρχική,
κυριολεκτική της σημασία. Νὰ συντηρεῖ δηλαδὴ ὅ,τι παρέλαβε -τὴν παράδοση- καὶ
νὰ τὸ παραδίδει στοὺς νεότερους. Ἡ παράδοση μὲ τὴν παιδαγωγική της ἐξοχότητα,
ἀποτελεῖ πνευματικὸ θησαυρό, ἀδαπάνητο, ὁ ὁποῖος μεταβιβάζεται ἀπὸ γενεὰ σὲ
γενεά. Ἡ παράδοση προσφέρει τὰ ἠθικὰ πρότυπα ὡς βιωμένες ἀξίες, τὸν ἅγιο καὶ
τὸν ἥρωα, τὸν Πατροκοσμὰ καὶ τὸν Καραϊσκάκη, καὶ ὄχι ὡς ἄνωθεν ἐπιταγές. Ἀφοῦ
προσλάβουν οἱ νεότεροί τα τιμαλφῆ καὶ τὶς ἀξίες, ὅταν ἀποφοιτήσουν καὶ «βγοῦν»
στὴ ζωή, ὅταν ἁπλώσουν τὰ φτερά τους σὰν θαλασσοπούλια πάνω στὸ πέλαγος, θὰ
καινοτομήσουν. Ἔλεγε ἡ Χάννα Ἄρεντ, ἤδη ἀπὸ τὸ 1958, στὸ ἀπροσπέραστο δοκίμιό
της «ἡ κρίση τῆς ἐκπαίδευσης». «Μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ συντηρητισμὸς νοούμενος ὡς
συντήρηση, ἀποτελεῖ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς ἐκπαίδευσης, ἡ ὁποία ἔχει πάντοτε ὡς
ἔργο της νὰ περιβάλλει καὶ νὰ προστατεύει κάποιο πράγμα τὸ παιδὶ ἔναντί
τοῦ κόσμου, τὸν κόσμο ἔναντί τοῦ παιδιοῦ, τὸ καινούργιο ἔναντί
τοῦ παλαιοῦ, τὸ παλαιὸ ἔναντί του καινούργιου». Σήμερα ὅμως ὄχι μόνο δὲν
προστατεύουμε τὸ σχολεῖο ἀπὸ τὴν τύρβη καὶ τὴν βλακεία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὸ
μετατρέψαμε σὲ κακέκτυπό του, ἀφήσαμε τὰ πορτοπαράθυρά του ἀνοιχτὰ καὶ
εἰσβάλλει ἡ περιρρέουσα ἀσχήμια.
Σχολεῖον ἴσον
δάσκαλος, ἔλεγε ὁ Παλαμᾶς. Οἱ καιροὶ ἀπαιτοῦν ἀφοσιωμένους δασκάλους,
συντηρητὲς τῆς παράδοσης καὶ μεταλαμπαδευτὲς ἀξιῶν, ποὺ θὰ διδάσκουν σ' ἕνα
σχολεῖο, κλειστὸ στὸν ἀφόρητο «ἔξω» κόσμο.
«Γιατί σήμερα
φαίνεται ὅτι ὁ δάσκαλος μετατρέπεται σὲ ἐκπαιδευτικό, ποὺ περισσότερο
διεκδικεῖ, παρὰ διακονεῖ, πράγμα ποὺ ἐπιδεινώθηκε λόγω κρίσεως-ποὺ μεταδίδει
«πληροφορίες» στὴ νέα γενιά, ἀλλὰ δὲν ἔχει πρόταση ζωῆς. Καὶ ὁ μαθητὴς γίνεται
ἐκπαιδευόμενος, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ ἀκούει, δὲν μαθαίνει νὰ ἀκούει, ἀλλὰ νὰ
ἔχει ἄποψη γιὰ ὅλα καὶ νὰ κρίνει. Ἡ «ἐκπαιδευτοποίηση» τοῦ δασκάλου καὶ ἡ
ἀπώλεια τῆς ἰδέας τῆς μαθητείας μποροῦν νὰ ἀποβοῦν μοιραία γιὰ τὴν παιδεία μας.
Γιατί ὁ δάσκαλος δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶναι εἰδικὸς ἐπιστήμονας τῆς ἀγωγῆς καὶ
παράγοντας τῆς ἐκπαίδευσης δὲν φτάνει νὰ ἔχει ἀνθρωπιστικὴ παιδεία, πρέπει νὰ
ἔχει καὶ τὸ «ἦθος τοῦ δασκάλου», τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ σοφία, ποὺ δὲν ἀποκτῶνται
μὲ τὴν καλύτερη ὀργάνωση τῆς ἐκπαίδευσης τῶν ἐκπαιδευτικῶν, ἀλλὰ εἶναι ὑπόθεση
ἀληθινῆς μαθητείας, ὑπευθυνότητας καὶ αὐθυπέρβασης. Καὶ γιατί ἡ λέξη «μαθητὴς»
κατονομάζει μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες διαστάσεις τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τὴν
ἀλήθεια τῆς σχέσης, τῆς ἄσκησης, τῆς ὑπακοῆς, τοῦ σεβασμοῦ, τῆς ἀγάπης γιὰ τὴν
πνευματική μας κληρονομιά.
Δάσκαλος καὶ μαθητὴς
εἶναι κατάκτηση, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ προσέχουμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Μαζὶ μὲ τὸν
δάσκαλο καὶ τὸν μαθητὴ ἀπειλεῖται σήμερα καὶ ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς παιδείας ὡς
ἀνθρωποποιίας, ἀφοῦ, μέσα στὴ γενικότερη σύγχυση ἀξιῶν, κυριαρχεῖ ὁ
χρησιμοθηρικὸς προσανατολισμὸς στὸν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης καὶ ἀπεμπολοῦνται
ἀλήθειες ζωτικὲς γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἐλευθερία του. Οἱ ἀλήθειες ποὺ συγκλόνισαν
τοὺς Πατέρες καὶ τοὺς Μάρτυρες, τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ τοὺς ἥρωες, ποὺ διέσωσαν τὸ
Γένος, δὲν φαίνεται σήμερα νὰ μᾶς ἀγγίζουν. Χάνεται ἡ ἀλήθεια ὅτι παιδεία
ἀναφέρεται στὴν ἰκάνωση τῆς νέας γενιᾶς νὰ ἀνακαλύπτει νόημα ζωῆς καὶ
ἀξιολογικὸ προσανατολισμὸ μέσα ἀπὸ τὴ συνάντηση μὲ τὰ πολύτιμα στοιχεῖα τῆς
παράδοσης, ἡ ὁποία δὲν εἶναι «τὸ δικαίωμα ψήφου τῶν νεκρῶν», ἀλλὰ ἀνεξάντλητη
πηγὴ νοηματοδότησης τῆς ἐλευθερίας μας.
«Παράδοση εἶναι ἡ
ζωντανὴ φωνὴ τῶν κεκοιμημένων καὶ ὄχι ἡ νεκρὴ φωνὴ τῶν ζωντανῶν» σύμφωνα μὲ μιὰ
εὐφυῆ ἑρμηνεία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου