Ήρθαν νέα στο χωριό
ότι θα έρθει ο επίσκοπος. Αποφάσισαν να τον υποδεχτούν με δόξα και τιμή. Όταν επιτέλους έφτασε η αναμενόμενη μέρα,
πήγε ο διάκονος στο σταθμό να τον παραλάβει. Οι επιβάτες που κατέβηκαν από το
τρένο δεν ήταν πολλοί. Από το πρώτο βαγόνι κατέβηκε ένας γέροντας με πολύ απλά
ρούχα. Στάθηκε λίγο στην πλατφόρμα και περίμενε αλλά δεν πλησίασε κανένας…
Έτσι ρώτησε έναν
περαστικό πως να πάει στο χωριό. Είχε περπατήσει κανένα μισάωρο όταν άκουσε
κάποιο θόρυβο…γύρισε πίσω και είδε μια άμαξα με άλογα που τα οδηγούσε ένας
νέος. -Επιτέλους βοήθεια, θα με πάρει, σκέφτηκε ο γέρος και του κούνησε το χέρι
για να τον πάρει…
-Τι θέλεις γέρο; Τον
ρωτάει ο νέος.
-Πάρε με στο χωριό σε
παρακαλώ. Τού ζήτησε ο γέρος.
– Δεν είναι μακριά,
να περπατήσεις. Απάντησε ο νέος.
-Ευχαριστώ!
Μουρμούρισε ο γέρος και συνέχισε τον δρόμο. Γύρισε ο διάκονος στην εκκλησία και
είπε ότι δεν ήρθε ο επίσκοπος.
– Μάλλον του έτυχε
κάτι…είπαν.
-Το βραδάκι επιτέλους
έφτασε ο γέρος στο χωριό. Είδε ένα πηγάδι με σκέπη και έκατσε να ξεκουραστεί
κάτω από την σκεπή του πηγαδιού όπου και αποκοιμήθηκε. Το πρωί τον ξύπνησαν
γυναίκες που ήρθαν να πάρουν νερό. Τις ρώτησε λοιπόν που μένουν οι χριστιανοί…
– Εδώ όλοι είναι
χριστιανοί. Ήταν απάντηση. Πάει ο γέροντας στο χωριό να ζητήσει ελεημοσύνη,
κάποιος του έδωσε πατάτες, κάποιος ξερό ψωμί. Αυτός όμως πάνω σε κάθε
ελεημοσύνη έγραφε το όνομά αυτού που του το έδινε και το φύλαγε. Το βράδυ ο
γέρο-ζητιάνος την πέρασε σε μια γωνιά τού ναού.
Όταν τελείωσε η
λειτουργία ο ιερέας ευχαρίστησε τον θεό για όλα. Τον ευχαρίστησε και ο
γέρο-ζητιάνος.
-Φεύγοντας ο κόσμος
του έλεγε «Ο Θεός να σε Ελεήσει». Ο ναός έκλεισε και ο γέρος πήγε πάλι στο
πηγάδι για να κοιμηθεί. Αυτό συνεχίστηκε για δύο μέρες. Την τρίτη μέρα όταν
μαζεύτηκε πάλι ο κόσμος στην εκκλησία, πριν ξεκινήσει η λειτουργία βγήκε ο
γέρο-ζητιάνος μπροστά και έβγαλε τα φαγητά που είχε μαζέψει αυτές τις μέρες.
Όταν το είδε αυτό ο διάκονος πήγε να βάλει τάξη… Ο γέρο-ζητιάνος όμως με πολύ
ισχυρή και δυνατή φωνή είπε:
– Σήμερα εγώ θα
λειτουργήσω! Είμαι ο Επίσκοπος που περιμένατε…
Έπεσε μία απόκοσμη
σιωπή…
Ο επίσκοπος συνέχισε…
σήμερα θα συζητήσουμε το θέμα, «Μοιράσου το ψωμί σου με τους φτωχούς».
Σήκωσε το ξεραμένο
ψωμάκι, είπε το όνομα αυτού που του το έδωσε και ρώτησε:
– Μπορεί ο άνθρωπος
να ζήσει με αυτό; Δείτε το αδέλφια! Ο άνθρωπος πού του το έδωσε ήταν πλούσιος
και κοκκίνισε από την ντροπή του…και έτσι συνέχισε μέχρι να βγάλει και το
τελευταίο φαγητό το οποίο ήταν πολύ καλό και του το είχαν προσφέρει δυο
οικογένειες πολυτέκνων.
Ήταν η πρώτη φορά πού
οι πλούσιοι ήθελαν να είναι στην θέση των φτωχών…μερικοί προσπάθησαν να δικαιολογηθούν:
τα 'χα ότι είναι η ανθρώπινη φύση… Οι πράξεις των τελευταίων όμως τους
συγκίνησε όλους τόσο πολύ που δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα τούς.
– Δεν πειράζει, είπε
ο επίσκοπος συγκινημένος, ξεχνώντας τα όλα. -Χαίρομαι που ο Θεός σας ξύπνησε
στο τέλος. О ηγούμενος απευθύνθηκε στον Επίσκοπο. -Μα που κοιμόσασταν τις
νύχτες; -Στον αδελφό μου, αποκρίθηκε ο ηγούμενος
– Και ποιος είναι
αυτός?
-Το πηγάδι, πού με
φιλοξένησε κάτω από την σκεπή του…και έγινε ο αδελφός Μου.
Τον ερχομό του
επισκόπου δεν τον ξέχασαν πότε στο χωριό. Ξεχνιούνται τέτοια πράγματα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου