ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΑΛΛΟΙΩΣΗ

Η βάρδια μου είναι νυχτερινή, η ώρα έντεκα το βράδυ. Ανέβαινα την οδό Πειραιώς, προς Ομόνοια. Μέσα στο ταξί, ως συνήθως, μιλούσα με τον γλυκύ μου Ιησού. Αυθόρμητα είπα μέσα μου στον Χριστό μου: Τον πρώτο άνθρωπο που θα μου κάνει σινιάλο να σταματήσω, θα τον πάω χωρίς χρήματα, αρκεί να τον φέρω κοντά Σου. Δεν με σταμάτησε κανείς, μέχρι που έφτασα Πειραιώς και Μενάνδρου. Εκεί στη γωνία στεκόταν μια κοπέλα. Σταμάτησα και την κοιτούσα. Περίμενε πελάτη, για το μεροκάματο. Χωρίς να το καλοσκεφτώ, κατέβηκα και πήγα κοντά της.

-Καλησπέρα!
-Καλησπέρα! μου απάντησε.
-Ξέρεις, αυτή την ώρα, αισθάνομαι πολύ πόνο στην ψυχή μου και θέλω με κάποιον να τον μοιραστώ.
Με κοιτούσε παραξενεμένη και μου λέει:
-Καλά, και βρήκες εμένα να μιλήσεις;
-Ναι! η καρδιά μου μου λέει πως εσύ θα με καταλάβεις.
-Ξέρεις τι δουλειά κάνω εγώ; -Το βλέπω.
-Και θέλεις να μιλήσεις μαζί μου;
-Ναι! Θέλω να μιλήσω μαζί σου. Είσαι να χάσουμε σήμερα και οι δύο το μεροκάματο; Ίσως να μπορέσεις να με βοηθήσεις και να σωθώ.
-Πάμε, μου λέει διστακτικά.
-Οκέυ, φύγαμε;

Έρριξε μια ματιά γύρω της και μπήκε γρήγορα στο ταξί.
Χαρούμενη εγώ, αλλά και προβληματισμένη• τι θα της έλεγα; Θεέ μου! έλα κάτω και βοήθησε με, τι να κάνω τώρα; Τι να της πω; Αφού συστηθήκαμε, της λέω:

-Δύσκολα τα επαγγέλματα που διαλέξαμε να κάνουμε, ε;
Και έτσι αρχίζει μια πολύ ωραία συζήτηση.
Στην αρχή γύρω από το ταξί και τις δυσκολίες του. Και δειλά-δειλά άρχισα να μπαίνω στη δική της ζωή. Ωστόσο φτάσαμε στο Καβούρι- της είπα:
-Θα κατέβουμε εδώ να πιούμε καφέ και να συνεχίσουμε την κουβέντα μας.
Εκείνη τότε μου είπε κάτι που με συγκίνησε:
– Δεν ντρέπεσαι να πάμε μαζί μέσα;

Όπως καταλαβαίνετε, το ντύσιμο της ήταν διαφορετικό από το δικό μου, άλλα και η όλη της εμφάνιση. Της είπα:
-Όχι! δεν ντρέπομαι! Να ντρέπονται αυτοί που σε έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση! Για μένα είσαι ένα γλυκό και τρυφερό πλάσμα του Θεού.

Μπήκαμε μέσα- τα βλέμματα όλων πέσανε επάνω μας. Όμως αυτό δεν με ενδιέφερε καθόλου ούτε οι μελανιές που είχε στα πόδια της με έκαναν να ντραπώ και να αρχίσω να τρέχω. Για μένα εκείνη η ώρα ήταν ιερή. Έπρεπε, με τη βοήθεια του Θεού, να αναστήσω πάση θυσία αυτό το κορίτσι.
Όπως κι άλλες φορές, αισθανόμουν πως δεν μιλάω εγώ, αλλά κάποιος άλλος μέσα από εμένα- το ίδιο συνέβη και σ’ αυτήν την περίπτωση- κάποιος άλλος με ωθούσε να βοηθήσω αυτή την κοπέλα. Μου διηγήθηκε όλη τη ζωή της από τα παιδικά της χρόνια μέχρι σήμερα. Και επίσης πώς έφτασε να κάνει αυτό το επάγγελμα.

Ένα επάγγελμα οδυνηρό όχι απλά δύσκολο. Αυτό το επάγγελμα σού καταρρακώνει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια, ξεχνάς αν είσαι άνθρωπος, ξεχνάς τα θέλω σου, ζεις και λειτουργείς με τα θέλω των άλλων. Εσύ δεν υπάρχεις πουθενά, γιατί, εκτός από τη σάρκα σου, γι’ αυτούς δεν έχεις τίποτε άλλο. Γι’ αυτό και είσαι υποχρεωμένη να υπακούς στις διαταγές τους. Δηλαδή βρίσκεσαι στην υπακοή του Διαβόλου και όχι του Θεού. Τη δυσκολία αυτού του επαγγέλματος την άκουσα για πρώτη φορά αυτή τη βραδιά, Πιστέψτε με, ρομφαία τρύπησε την καρδιά μου! Η εξομολόγηση αυτού του κοριτσιού με πόνεσε τόσο πολύ, πού ανάλογο πόνο δεν θυμάμαι να έχω νοιώσει στη ζωή μου!
Τότε άρχισα να της μιλώ για τον Θεό και για τη μεγάλη ευτυχία που μας χαρίζει, όταν είμαστε κοντά Τούτης μίλησα για την Παναγία μας και το πόσο γλυκιά, τρυφερή και προστατευτική είναι για τα παιδιά Της. Της μίλησα για τα θαύματα των Αγίων μας, για τον Γέροντα Πορφύριο, για τα θαύματα που έζησα μέσα στο ταξί, μα και πολλοί άνθρωποι μαζί μου. Της μίλησα για τη δύναμη της Εξομολόγησης, της Θείας Κοινωνίας και για πάρα πολλά θέματα γύρω από τον Θεό και την πίστη. Προσπαθούσα να την πείσω να αλλάξει τη ζωή που έκανε, αφήνοντας τα δάκρυά μου να τρέχουν συνέχεια, ασταμάτητα, κρατώντας της τρυφερά τα χέρια.
Όταν πια, κουρασμένη από το κλάμα μου, της είπα: Ώρα είναι να πηγαίνουμε, πλήρωσα και σηκωθήκαμε να φύγουμε.

Όταν φτάσαμε στο ταξί, με περίμενε η μεγάλη έκπληξη. Ήρθε κοντά μου και μου λέει:
-Μ’ αφήνεις να σε αγκαλιάσω; -Και βέβαια να με αγκαλιάσεις, της είπα με πολλή χαρά.
Με αγκάλιασε και τότε ξέσπασε σε λυγμούς. Μέσα από τους λυγμούς της μου έλεγε:
-Βοήθησε με, βοήθησε με, ο Θεός σου σε έστειλε, βοήθησε με να αλλάξω τη ζωή μου, κουράστηκα να κάνω αυτή τη δουλειά! Είμαι πολύ νέα, όπως λες κι εσύ, αν και νιώθω εκατό χρονών. Βοήθησε να κάνω μια καινούργια αρχή, να κάνω οικογένεια, να κάνω παιδιά. Έχεις δίκιο, μπορώ να ξαναρχίσω από την αρχή. Ο Θεός σου σε έστειλε. Σε παρακαλώ, πήγαινε με στον δικό σου Θεό και, σε παρακαλώ, πες Του να μου δώσει και μένα ό,τι έδωσε σε σένα. Να γίνω κι εγώ ευτυχισμένη και χαρούμενη όσο και εσύ.
Της υποσχέθηκα πως θα τη βοηθήσω. Τη φιλοξένησα επί ένα μήνα σπίτι μου. Ένας μήνας μαρτυρικός και επικίνδυνος για μένα. Γιατί, όπως γνωρίζετε, αυτές οι κοπέλες έχουν και κάποιον που τις «προστατεύει». Κινδύνεψε η ζωή μου αρκετές φορές. Όμως ήμουν σίγουρη πως ο
Θεός δεν θα επέτρεπε να μου συμβεί κανένα κακό- αντιθέτως θα με βοηθούσε να σώσω αυτό το κορίτσι- γιατί Εκείνος με έστειλε στο δρόμο της.

Έτσι κι έγινε- από εκείνη τη νύχτα η ζωή της ολοκληρωτικά άλλαξε. Σήμερα είναι παντρεμένη, ευτυχισμένη και κοντά στον Θεό, έχει και δύο παιδάκια.
Εκείνη η νύχτα ήταν ευλογημένη, ήταν θεϊκή!

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της Μακαριστής μοναχής Πορφυρίας (πρώην οδηγού ταξί)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου