Χριστιανική ζωή, αγιότητα και
αναμαρτησία
Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης,
Ομότιμος καθηγητής Θεολογικής σχολής ΑΠΘ
Η χριστιανική ζωή, ως ζωή κοινωνίας με τον Θεό, είναι στην ουσία της ζωή αγιότητας και αναμαρτησίας. Η αμαρτία απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό και την χάρη του. Όταν αυτός μένει κοντά στον Θεό, μετέχει στην θεία ζωή και δεν υπάρχει χώρος για την αμαρτία. Όπως και όταν επιστρέφει στον Θεό, ο χώρος της αμαρτίας εξαφανίζεται και ο άνθρωπος εξαγιάζεται. Η αγιότητα είναι ιδιότητα του Θεού. Άγιος από την φύση του είναι μόνο ο Θεός (1). Ο άνθρωπος γίνεται άγιος μετέχοντας στην θεία αγιότητα. Αυτό σημαίνει ότι η αγιότητα είναι οντολογική ιδιότητα, που μεταδίδεται στον άνθρωπο με την χάρη του Θεού. Είναι η ιδιότητα που αποκτάται από τα μέλη του σώματος του Χριστού και τους κοινωνούς της θείας ζωής. Αντίθετα η αμαρτία είναι παρά φύση κατάσταση, που ανάγεται στην κακή προαίρεση (2). Αυτή αλλοτριώνει τον άνθρωπο από τον Θεό και τον εξωθεί στο μη ον.
Ο άνθρωπος που αναγεννάται εν Χριστώ αγιάζεται, ελευθερώνεται από την αμαρτία και αποκτά την δυνατότητα της αναμαρτησίας. Ο άνθρωπος αυτός, όπως λέει ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης, δεν αμαρτάνει γιατί γεννήθηκε από τον Θεό (Α’ Ιω. 3:9). Και ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος παρατηρεί: «Ουδείς πίστιν επαγγελλόμενος αμαρτάνει» (3). Παρόλα όμως αυτά κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν αμαρτάνει, γιατί κανένας δεν τηρεί πλήρως τις εντολές. Δεν είναι απαραίτητο να παραβιάσει κάποιος τις λεγόμενες αρνητικές εντολές, για να αμαρτήσει. Και μόνον αν δεν αγαπάει τον Θεό «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος» του (Μαρκ. 12:30), αμαρτάνει. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Ιωάννης, ενώ τονίζει ότι η χριστιανική ζωή είναι ασυμβίβαστη με την αμαρτία, παρατηρεί ταυτόχρονα ότι, αν πούμε ότι είμαστε αναμάρτητοι, εξαπατούμε τον εαυτό μας και δεν λέμε την αλήθεια (Α’ Ιω. 1:8).
Εδώ βρίσκεται και το παράδοξο της χριστιανικής ζωής. Ενώ δηλαδή αυτή είναι ζωή αγιότητας και αναμαρτησίας, ζωή φωτισμένη από την αλήθεια του Θεού και την χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν παύει να επηρεάζεται από την λήθη του Θεού και την αμαρτία. Το παράδοξο αυτό συνδέεται άμεσα με τον παράγοντα του χρόνου. Συνεκτεινόμενος ο χρόνος με την φθορά και τον θάνατο «πειράζει» τον άνθρωπο και κεντρίζει τον εγωκεντρισμό του. Έτσι καλλιεργεί την φιλαυτία και την λήθη του Θεού, που είναι η αιτία των παθών και της αμαρτίας. Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται να διαψεύδεται και η αναμαρτησία.
Ό,τι όμως διαψεύδεται στον κοσμικό χρόνο, επανορθώνεται στον λειτουργικό χρόνο. Το χάσμα, που δημιουργείται ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό, γεφυρώνεται με την χάρη του Θεού που προσφέρεται εν Χριστώ (4). Έτσι, ό,τι δεν μπορεί να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος με τις κτιστές δυνάμεις του, το προσφέρει ο Θεός με την άκτιστη χάρη του. Γι’ αυτό ο πιστός ζητά κάθε ημέρα και κάθε ώρα να τον καταξιώσει ο Θεός να φυλαχθεί αναμάρτητος.
(1) «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός». Ύμνος θείας Λειτουργίας.
(2) «Η αμαρτία ουκ έστι της φύσεως, αλλά της κακής προαιρέσεως». Θεοδωρήτου Κύρου, Ερανιστής 1, PG 83, 40D. Αμαρτία ονομάζεται και ο ίδιος ο διάβολος ως εισηγητής και διδάσκαλος της αμαρτίας. Βλ. Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την προς Ρωμαίους 7,19, PG 60, 190C.
(3) Ιγνατίου Αντιοχείας, Προς Εφεσίους 4,3.
(4) «Το αίμα Ιησού Χριστού του Υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας». Α’ Ιω. 1,7.
Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική. Δεύτερος τόμος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 118 (αποσπάσματα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου