Ἕνας ἀδελφὸς εἶπε στὸν
ἀββᾶ Ποιμένα:
«Μὲ ταράζουν οἱ
λογισμοί μου καὶ δὲν μ᾿ ἀφήνουν νὰ φροντίσω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ἀλλὰ μὲ
κάνουν νὰ προσέχω τὶς ἐλλείψεις τοῦ ἀδελφοῦ μου».
Ὁ Γέροντας τοῦ μίλησε
τότε γιὰ τὸν ἀββᾶ Διόσκορο, ὅτι στὸ κελί του ἔκλαιγε πάντοτε γιὰ τὸν ἑαυτό του,
ἐνῷ ὁ μαθητής του καθόταν στὸ ἄλλο κελί.
Πῆγε λοιπὸν κάποια φορὰ
ὁ μαθητὴς στὸ κελὶ τοῦ Γέροντα καὶ τὸν βρῆκε νὰ κλαίει, ὁπότε τοῦ λέει:
«Πάτερ, γιατί κλαῖς;»
Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:
«Τὶς ἁμαρτίες μου,
παιδί μου, κλαίω».
Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός:
«Δεν ἔχεις ἁμαρτίες,
πάτερ».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀποκρίνεται:
«Ἀλήθεια, ἂν ἀφεθῶ νὰ
δῶ τὶς ἁμαρτίες μου, δὲν μοῦ φθάνουν ἄλλοι τρεῖς ἢ τέσσερις νὰ κλαῖνε μαζί μου
γι᾿ αὐτές».
Εἶπε λοιπὸν ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου