Κάποιοι λαϊκοί,
προσπαθώντας να εξηγήσουν με την λογική το διορατικό χάρισμα που ο Θεός είχε
δώσει στον Πατέρα Παΐσιο, έψαχναν να βρουν τους τρόπους που ίσως
χρησιμοποιούσε, ώστε να μαθαίνει κάποια πράγματα για τους ανθρώπους που θα τον
επισκέπτονταν. Αλλά και τους λογισμούς αυτούς τους «έπιανε» μερικές φορές ο
άνθρωπος του Θεού.
Ένας νεαρός, ο οποίος είχε σπουδάσει ηλεκτρονικός, ακούγοντας για τον Πατέρα Παΐσιο, υποπτευόταν ότι ο Όσιος είχε τοποθετήσει στην στέγη της Καλύβης του, στον φράχτη και στον γύρω χώρο κεραίες, μικρόφωνα και πομπούς, για να καταγράφει τις συνομιλίες των επισκεπτών και να παρουσιάζεται ύστερα ως διορατικός. Αποφάσισε λοιπόν να τον επισκεφθεί, για να ερευνήσει, αν θα μπορούσε τον χώρο.
Ένας νεαρός, ο οποίος είχε σπουδάσει ηλεκτρονικός, ακούγοντας για τον Πατέρα Παΐσιο, υποπτευόταν ότι ο Όσιος είχε τοποθετήσει στην στέγη της Καλύβης του, στον φράχτη και στον γύρω χώρο κεραίες, μικρόφωνα και πομπούς, για να καταγράφει τις συνομιλίες των επισκεπτών και να παρουσιάζεται ύστερα ως διορατικός. Αποφάσισε λοιπόν να τον επισκεφθεί, για να ερευνήσει, αν θα μπορούσε τον χώρο.
Ενώ περίμενε έξω από τον φράχτη μαζί με άλλους
είκοσι περίπου ανθρώπους και στεκόταν προς τα πίσω, βγήκε ο Όσιος, σήκωσε το
χέρι του και δείχνοντάς τον φώναξε:
― Ε, παλληκάρι, έλα εσύ μπροστά, σε παρακαλώ!
― Σ’ εμένα μιλάτε; Ρώτησε εκείνος.
― Ναι, σ’ εσένα.
― Ε, παλληκάρι, έλα εσύ μπροστά, σε παρακαλώ!
― Σ’ εμένα μιλάτε; Ρώτησε εκείνος.
― Ναι, σ’ εσένα.
Ο Όσιος άνοιξε την
πόρτα και αμέσως τον πήρε και πήγαν πίσω από το Καλύβι. «Κάθησε, Στυλιανέ», του
είπε. Αυτό ήταν το πρώτο «χαστούκι» που δέχθηκε η λογική του νέου. Ο Όσιος
κάθησε δίπλα του, του έδειξε την σκεπή και τον ρώτησε.
― Βλέπεις τίποτε
περίεργο στην σκεπή μου;
― Όχι, είπε ο νέος
κοιτάζοντας την σκεπή.
― Έχω μια κεραία
κρυμμένη εκεί επάνω, είπε ο Όσιος και, πριν προλάβει εκείνος να συνέλθει,
συνέχισε: Βλέπεις τίποτε περίεργο μέσα στους θάμνους;
― Όχι, απάντησε και
πάλι ο νέος.
― Έχω, του είπε,
κρυμμένο ένα μηχάνημα που γράφει αυτά που λένε οι άνθρωποι και μετά κοροϊδεύω
τον κόσμο ότι κάνω θαύματα! Εσύ γιατί ήρθες; Εμένα τι με θέλεις τώρα;Ο νέος
άρχισε να κλαίει.
― Μη στενοχωριέσαι, Στυλιανέ,
του είπε τότε ο Όσιος. Οι καιροί είναι πονηροί, και καλά κάνεις που
αμφισβητείς. Εσένα η αμφισβήτηση θα σε οδηγήσει στην πίστη· αυτός είναι ο
δρόμος σου. Για κανόνα τώρα, πήγαινε και μοίρασε λουκούμι και νερό στους άλλους
και έλα κάποια άλλη φορά να τα πούμε!
Εκ του βιβλίου Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου