ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΤΖΟΥ («EΥΡΕΘΗΝ ΤΟΙΣ ΕΜΕ ΜΗ ΖΗΤΟΥΣΙΝ»)

 Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΤΖΟΥ
«EΥΡΕΘΗΝ ΤΟΙΣ ΕΜΕ ΜΗ ΖΗΤΟΥΣΙΝ»
 
(Στὴν κατωτέρω αληθινή ιστορία δι᾽ εὐνοήτους λόγους ἔχουν ἀλλαχθεῖ ὅλα τὰ ὀνόματα καὶ τὰ τοπωνύμια.)
 
Ἡ Μπουρτζοὺ γεννήθηκε πρὶν ἀπὸ 35 χρόνια σὲ μία μουσουλμανικὴ χώρα, ὅπου καὶ μεγάλωσε, χωρὶς νὰ ἔχει κανέναν συγγενικὸ ἢ φιλικὸ δεσμὸ μὲ χριστιανούς, μέσα σὲ ἕνα καθαρὰ μουσλουμανικὸ περιβάλλον. Ὅλοι στὴν οἰκογένειά της εἶναι μουσλουμάνοι καὶ ποτὲ δὲν ἔτυχε νὰ γνωρίσει χριστιανούς.

Ὅταν πρὶν ἀπὸ 5 χρόνια ἦρθε ἕνα ταξίδι στὴν Ἑλλάδα ἀνακάλυψε ὅτι ἡ Κυρία ποὺ ἔβλεπε συχνὰ στὸν ὕπνο της ἦταν ἡ Παναγία. Ἔνιωσε ρίγος μέσα σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς Βορείου Ἑλλάδος, ὅταν ἀντίκρισε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ πυκνὰ δάκρυα κύλησαν στὰ μάγουλά της. Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισε νὰ ρωτάει γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἀποφάσισε νὰ γίνει χριστιανή. Ἀλλὰ ὁ δρόμος της ἦταν δύσκολος…Ρώτησε, ἔψαξε ἀλλὰ κανένας δὲν ἦταν πρόθυμος νὰ τὴν βοηθήσει.
Ἡ Μπουρτζοὺ ἔφτασε ὣς τὴν Θεσσαλονίκη, προκειμένου νὰ κατηχηθεῖ καὶ νὰ βαπτιστεῖ. Ἐπικοινώνησε μὲ ἱερέα ποὺ ἤξερε τὴν γλῶσσα της κι ὅταν ἔμαθε ὅτι ἐκεῖνος ἔχει πάρει ἐντολὴ ἀπὸ τὴ Μητρόπολή του νὰ κατηχήσει καὶ νὰ βαπτίσει ὁμάδα συμπατριωτῶν της ὀρθοδόξων πιστῶν, προσπάθησε νὰ ἔρθει μαζί τους στὴν πρώτη σειρὰ μαθημάτων.

Λυπηθήκαμε ὅταν τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2009 μάθαμε ὅτι δὲν κατάφερε νὰ ἔρθει ἡ Τ. –Μπουρτζού παρ’ ὅλο ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦσε διακαῶς. (εἶχε ἤδη ἐπιλέξει χριστιανικὸ ὄνομα). Εἶπα στοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς καὶ συνενορίτες μου ὅτι ἡ Τ. κλαίει ἀπαρηγόρητη καὶ βέβαια ἐκεῖνοι ἔβαλαν τὰ «μεγάλα μέσα». Ἄρχισαν προσευχὴ γιὰ τὴν ἴδια καὶ τὸν ἄντρα της. Ὁ π.Θ. τῆς ἄρχισε μαθήματα τηλεφωνικῶς (!!!) γιὰ νὰ συντονιστεῖ μὲ τοὺς ὑπολοίπους στὴν ἑπομένη σειρὰ μαθημάτων. Ἀπὸ τὴν χαρά της ἔκλαιγε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ παρακολουθήσει τὸ μάθημα…Ὅλοι στὴν ἐκκλησία προσεύχονταν καὶ γιὰ αὐτοὺς ποὺ ὁλοκλήρωσαν τὴν πρώτη σειρὰ μαθημάτων καὶ ἔφυγαν γιὰ νὰ ἐπανέλθουν σὲ ἕνα μήνα ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Τ. μὲ τὸν ἄντρα της καὶ γιὰ ἀρκετοὺς ἀκόμα ποὺ δὲν κατάφεραν νὰ πάρουν βίζα καὶ νὰ ἔρθουν, λὲς νὰ τοὺς γνώριζαν χρόνια κι ἂς μὴν τοὺς εἶχαν δεῖ ποτὲ στὴ ζωή τους.
 
Τελικὰ μετὰ ἀπὸ ἕνα μήνα μία εὐχάριστη ἔκπληξη μᾶς περίμενε: ξαφνικὰ ἐμφανίστηκαν στὴν ἐνορία ἡ Τ. καὶ ὁ ἄντρας της ὁ Σ.! Ὁ ἴδιος ἄνθρωπος ποὺ πρὶν ἕνα μήνα τῆς ἀπαγόρευσε νὰ ἔρθει γιὰ κατήχηση ὁ ἴδιος ἄνθρωπος τὴν ἔφερε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια.
Πολὺ ζεστοὶ ἄνθρωποι. Ὁ Σ. παρ’ ὅλο ποὺ δὲν δήλωσε κατηχούμενος, μόλις εἶδε τὸν π.Θ., τὸν ἀγκάλιασε θερμὰ καὶ τὸν σήκωσε σχεδὸν στὴν ἀγκαλιά του. Κουβέντιασαν μαζί του καὶ ἡ καρδιά τους γέμισε χαρὰ καὶ ἐλπίδα. Ὅλοι μείναμε κατάπληκτοι μὲ τὶς εὔστοχες ἀπορίες τους καὶ τὴν πίστη τους. Ἡ Τ. λέει ὅτι θέλει νὰ κάνουν παιδιὰ μετὰ τὴν βάπτισή της.
 
Μᾶς διηγήθηκαν ὅτι σὲ ἕνα ταξίδι τους στὸ Α. εἶχαν καθίσει ἔξω ἀπὸ ἕνα παλιὸ ὀρθόδοξο ναὸ ποὺ ἔχει μετατραπεῖ σὲ τζαμὶ καὶ κοιτοῦσαν σκεπτικοὶ τὸ μεγάλο καμπαναριὸ ποὺ εἶχε χρόνια νὰ χτυπήσει. Ἐπειδὴ ὁ χῶρος εἶναι τζαμὶ οἱ ἰμάμηδες ἔχουν βγάλει τὸ σήμαντρο ἀπὸ τὴν καμπάνα. Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ἡ Τ. σκεφτόταν τί ὡραῖες λειτουργίες θὰ γίνονταν κάποτε ἐδῶ, ξαφνικὰ χτυπάει δύο φορὲς καθαρὰ καὶ δυνατὰ ἡ καμπάνα!!! Ὁ ἰμάμης, οἱ «πιστοί», οἱ γύρω περαστικοὶ τρέχουν ἔντρομοι κάτω ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ νὰ δοῦν τί γίνεται! Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει πὼς χτύπησε μία καμπάνα χωρὶς σήμαντρο ποὺ ἦταν σὲ ἀχρηστία πάνω ἀπὸ 80 ἔτη!
 
Ἄρχισαν νὰ ρωτοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἂν ξέρει κάτι σχετικό… Οἱ συζητήσεις φούντωσαν καὶ δὲν ἔλεγαν νὰ κοπάσουν γιὰ πολλὴ ὥρα μεταξὺ τῶν περαστικῶν καὶ τῶν παρευρισκομένων. Ὅλους τοὺς κατέλαβε ρίγος. Μερικοὶ μάλιστα ἀπομακρύνθηκαν…καλοῦ κακοῦ…Καὶ τότε ὁ Σ. λέει στὴν γυναίκα του: ὁ Θεὸς εἶδε τὴν πίστη σου. Ἡ Ἐκκλησία σὲ ὑποδέχεται μὲ τυμπανοκρουσίες, γιὰ σένα ἔγινε αὐτό!
Μία ἄλλη φορὰ πάλι ἐπισκέφτηκαν ἕναν ἄλλον μισογκρεμισμένο ναό. Ὅλη τὴν ὥρα ἡ Τ. προσευχόταν στὸν ἔρημο ναὸ μὲ δάκρυα. Μία ἔντονη μυρωδιὰ ἀπὸ λιβάνι τῆς τρυποῦσε τὰ ρουθούνια ποὺ μάταια ἔψαχνε νὰ βρεῖ ἀπὸ ποῦ ἔρχεται. Σκέφτηκε νὰ τὸ πεῖ στὸν σύζυγό της ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανε, γιατί φοβόταν μὴν τὴν πεῖ φαντασιόπληκτη. Καὶ τότε ἐκεῖνος τὴ ρωτάει: μὰ ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὴ ἡ ὡραία μυρωδιά; Δὲν σοῦ μυρίζει κάτι ὄμορφο; Δὲν βρῆκαν ποτὲ τὴν «πηγή» της.
 
Μιλούσαμε πολὺ καιρὸ στὸ τηλέφωνο μὲ τὴ Τ. ἀλλὰ ὅταν ἦρθε καὶ τὴ γνώρισα ἀπὸ κοντά, ντράπηκα γιὰ τὰ πνευματικά μου χάλια. Εἴπαμε πολλά. Μᾶς διηγήθηκε πῶς τὸ πρῶτο της ταξίδι στὴν Ἑλλάδα τὴν ἔκανε σὰν τρελὴ νὰ θέλει νὰ γίνει χριστιανή. Τὶς δυσκολίες τους, τὸν φόβο τῆς ἀπόρριψης, τὴν ἄγνοιά τους καὶ γιὰ τὰ πιὸ βασικὰ πράγματα, τὶς πόρτες ποὺ τοὺς ἄνοιξε ὁ Θεός, τὸ πρῶτο τους Πάσχα στὸ ναό…Πρὶν φύγουν τοὺς ἀγόρασα τὸ πρῶτο τους θυμιατήρι καὶ τὴν πρώτη τους καντήλα καὶ ἡ χαρά τους ἦταν ἀπερίγραπτη. Τοὺς ἔδειξα πῶς νὰ τὰ χρησιμοποιοῦν. Εἶναι τόσο ὄμορφο νὰ δείχνεις στοὺς ἀδελφοὺς μερικὰ μικρὰ καὶ πρακτικὰ ποὺ γιὰ μᾶς εἶναι ἁπλὴ ρουτίνα ἐνῶ γι’ αὐτοὺς εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστα…
 
Ὅταν γύρισαν πίσω σπίτι τους, τὸ μικρό τους ἀνιψάκι ἐπέμενε ἡ θεία του νὰ τὸ πάει στὴν Ἐκκλησία. Τὸ παιδάκι αὐτὸ δείχνει μεγάλο ἐνθουσιασμὸ καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ θρησκεία τῆς θείας του. Χωρὶς ἐκείνη νὰ τοῦ λέει κάτι ἰδιαίτερο, τὸ παιδάκι ἀναπαύεται στὸ νὰ τὴν ἀντιγράφει.
 
Οἱ μῆνες κύλησαν… Ἡ Τ. ὁλοκλήρωσε μέρος τῆς κατήχησής της διαδικτυακὰ ἀλλὰ καὶ διὰ ζώσης. Ὅταν ἔφτασε ἡ εὐλογημένη ὥρα τῆς βάπτισής της (ἔγινε στὶς 14 Ὀκτωβρίου 2010), δὲν κατάφερα νὰ εἶμαι κοντά της. Ἐκείνη μοῦ ἔγραψε τὴν παρακάτω ἐπιστολὴ ὅπου μοῦ περιγράφει ἀναλυτικὰ τὰ γεγονότα ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Ἡ ἐπιστολὴ γράφτηκε λίγες μέρες μετὰ τὴ βάπτισή της. Στὰ σημεῖα ποὺ ὑπάρχουν μεγάλα γράμματα ἔχει βάλει καὶ ἡ ἴδια μεγάλα στὸ πρωτότυπο.
 
Κυριακὴ 17 Ὀκτωβρίου 2010
Πῶς εἶσαι ἀδελφή μου; Θέλεις νὰ μάθεις τὰ νέα μου, ἔ; Λοιπόν, εἶμαι τόσο εὐτυχισμένη, ἐσωτερικὰ ἀναπαυμένη καὶ συναισθηματικὰ ἀσφαλής, ὅσο δὲν ὑπῆρξα ποτὲ στὴν ζωή μου.
Τὴ μέρα τῆς βάπτισής μου βίωσα μία κατάσταση πανικοῦ…Τὸ πρωὶ ξεκινήσαμε νωρίς ἀπὸ τὸ σπίτι μαζὶ μὲ τὸν Σ. (ὁ ἄντρας της) καὶ φτάσαμε ἐγκαίρως στὸ ἀεροδρόμιο γιὰ νὰ παραλάβουμε τὴν νονά μου ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη εἰδικὰ γιὰ τὴ βάπτιση. Τὴν παραλάβαμε ἀλλὰ ὁ Σ. ἀντὶ νὰ πάει ὡς συνήθως παραλιακὰ στὸ Ναὸ ἀποφάσισε νὰ πάρει ἄλλο δρόμο γιὰ τὸ ναὸ καὶ ἔχασε τὸ δρόμο καὶ παιδευτήκαμε 1,5 ὥρα. Ἄρχισα νὰ κλαίω ἀπὸ τὰ νεῦρα μου. Βλέπεις ὁ πονηρὸς μὲ βασάνισε μέχρι τὸ τελευταῖο λεπτό. Πήραμε τηλέφωνο στὸν ἀδελφό μας τὸν Ι., μᾶς ἔδωσε νέες πληροφορίες καὶ βρήκαμε τὸν σωστὸ δρόμο ἀλλὰ ἐν τῷ μεταξὺ ἄρχισαν νὰ μᾶς παίρνουν τηλέφωνο ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον ὁ Π., ἡ Β., ὁ Μ. ὅλοι ρωτοῦσαν τί πάθαμε. Εἶπα μέσα μου «πάει, δὲν θὰ γίνει ἡ βάπτιση». Τελικὰ φτάσαμε στὸ Ναό, πετάχτηκα ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο καὶ ἔπιασα τὸ χέρι τοῦ Π. καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω ἀσυναίσθητα. (Ἡ Β. καὶ ὁ Ι. εἶναι πνευματικοὶ ἀδελφοί της, ὁμοεθνεῖς, βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι ἐνῶ ὁ Π. καὶ ὁ Μ. Ἕλληνες φίλοι τους.)
Ὁ ἱερέας εἶπε «ἂς ἀρχίσουμε ἀμέσως» καὶ ἀρχίσαμε… Λὲς καὶ σταμάτησε ὁ χρόνος γιὰ μένα. Τί αἴσθηση ἦταν αὐτή, τί στιγμή…Μόλις ὁ πατέρας ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ κεφάλι μου γιὰ τοὺς ξορκισμούς, ἄρχισα νὰ τρέμω. Καὶ ἡ νονά μου ἦταν τὸ ἴδιο φορτισμένη. Ἡ Β. ἦταν πίσω μου. Μετὰ τὴν κατήχηση ἀνεβήκαμε ὅλοι μαζὶ πάνω στὸν γυναικωνίτη.  Ξαφνικὰ βλέπω ἕνα γκροὺπ ποὺ εἶχε συνοδεύσει ὁ Μ. ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη –ἄνθρωποι ἄγνωστοί μου ὣς ἐκείνη τὴν ὥρα- νὰ ἔχουν καθίσει ὅλοι στὸν γυναικωνίτη καὶ νὰ περιμένουν τὴν βάπτισή μου. Τὰ ἔχασα. Μὲ βοήθησαν νὰ ἑτοιμαστῶ. Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ περιγράψω τὴν ἀγωνία τῆς Β. καὶ τῆς νονᾶς μου…
Ἄρχισαν οἱ δεήσεις τῆς κολυμπήθρας. Μετὰ μοῦ εἶπαν νὰ φορέσω τὸν χιτώνα μου καὶ νὰ μπῶ στὴν κολυμπήθρα. Δὲν ξέρω πῶς τὰ κατάφερα μὲ τὰ τόσα κιλά μου νὰ μπῶ, ἀλλὰ ἂν δὲν μοῦ ἔλεγαν νὰ βγῶ, θὰ μποροῦσα νὰ μείνω μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ νερό… Γιὰ σκέψου ἀδελφή μου, ἐδῶ καὶ 5 χρόνια πηγαινοέρχομαι καὶ παρατηρῶ μὲ λαχτάρα αὐτὴ τὴν κολυμπήθρα, ἀναρωτιέμαι πότε θὰ ἔρθει αὐτὴ ἡ εὐλογημένη στιγμὴ τῆς βάπτισής μου. Ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἀπὸ τὸ νερὸ ΝΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ! ΑΝ ΔΕΝ ΤΟ ΖΗΣΕΙΣ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ! Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βγεῖ ἀπὸ τὴν κολυμπήθρα εἶναι ἀνάλαφρος σὰν πουλί.
Στὸ μύρωμα τὰ ἔχασα… δὲν ἤξερα τί ἔπρεπε νὰ κάνω, μὲ βοήθησε ἡ Β. Γελοῦσε μὲ τὸν πανικό μου… φυσικὸ ἦταν, δὲν εἶχα ξαναδεῖ βάπτιση, δὲν ἤξερα. Ἀλλὰ μόλις πῆγα στὸ δωματιάκι νὰ ντυθῶ ἄρχισα νὰ κλαίω μὲ ἀναφιλητὰ ἀπὸ τὴν συγκίνηση. Μὲ ἄκουσαν. Ὁ ἱερέας μὲ ρώτησε ἂν μοῦ συνέβη κάτι.
Ὅλα ἦταν ὑπέροχα, ἀδελφή μου, εἶχα τέτοια ἀγωνία καὶ τώρα ἔχω τὸ ἴδιο συναίσθημα… λὲς καὶ τὰ ξαναζῶ ὅλα τώρα καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ γράψω. Ἀντὶ νὰ φιλήσω τὸ χέρι τοῦ πατέρα μετὰ τὸ εὐαγγέλιο φίλησα ξανὰ τὸ εὐαγγέλιο… Μετὰ ὅμως φίλησα καὶ τὸ χέρι του. Ἡ καρδιά μου πῆγε νὰ σπάσει, «ἄχ, δὲν φίλησα τὸ χέρι του» σκέφτηκα ἀλλὰ μετὰ παρηγορήθηκα στὴν ἰδέα ὅτι θὰ τοῦ ἔχει ξανασυμβεῖ κάτι τέτοιο.
Ὅλοι στὸ γκροὺπ παρακολουθοῦσαν ὄρθιοι κλαίγοντας. Ἔκλαιγα κι ἐγώ, ἡ Μάνα μου (ἐννοεῖ τὴ νονά της), ὁ Σ., ὁ Μ., ἡ Β., ὅλοι κλαίγαμε. Δηλαδὴ ἦταν μία βάπτιση μὲ μπόλικα δάκρυα ἡ δική μου…
Μετὰ κατεβήκαμε κάτω στὸ ναὸ γιὰ νὰ κοινωνήσω μαζὶ μὲ τὴ νονά μου. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν μπόρεσα νὰ συγκρατηθῶ. Φαντάσου ἀδελφή μου, θὰ ἔπαιρνα ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΟΥ μέσα μου! Χρόνια ὁλόκληρα ἔβλεπα αὐτοὺς ποὺ κοινωνοῦσαν καὶ τώρα εἶχε φτάσει ἡ ὥρα καὶ γιὰ μένα. Κράτησα τὴ λαμπάδα μου καὶ πλησίασα. Κατάπια τὸν μαργαρίτη μὲ τέτοια λαχτάρα λὲς καὶ θὰ κατάπινα τὴ λαβίδα. Νομίζω ὅτι ἀκούστηκε ἕνας θόρυβος ἀπὸ τὴ λαχτάρα μου νὰ πάρω τὸν Κύριο. Ἐκείνη τὴν ὥρα εἶπα: ΝΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ, ΠΗΡΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ! Προσευχήθηκα: ΘΕΕ ΜΟΥ ΜΗ ΜΟΥ ΣΤΕΡΗΣΕΙΣ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ κατάλαβα ὅτι τίποτα ἄλλο στὴ ζωὴ δὲν ἔχει νόημα κι ὅτι ἐγὼ ἐκείνη τὴν ὥρα ἔγινα πραγματικὰ ΟΡΘΟΔΟΞΗ. Γιὰ σκέψου κι αὐτό: ὅλον αὐτὸ τὸν καιρὸ ἔλεγα ὅτι εἶμαι ὀρθόδοξη ἀλλὰ ἤμουν μακριὰ ἀπὸ τὰ μυστήρια. ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΒΙΩΣΑ 3 ΜΕΓΑΛΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΜΑΖΙ: ΒΑΦΤΙΣΗ, ΧΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΒΙΩΜΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ! ΔΟΞΑΖΩ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΞΙΩΣΕ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΩ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΓΡΑΨΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ.
Κοινώνησε καὶ ἡ μάνα μου (νονά μου). Δὲν μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὰ δάκρυά μου. Ἦρθαν ἀπὸ τὸ γκροὺπ γιὰ ἀναμνηστικὲς φωτογραφίες. Κοιτάω τὰ πρόσωπά τους καὶ τί νὰ δῶ, ὅλοι κλαίγανε. Ἄρχισαν νὰ μὲ φιλᾶνε στὸ πρόσωπο καὶ στὰ χέρια. Ὁ ἕνας μοῦ περνοῦσε ἕνα κομποσκοίνι, ὁ ἄλλος κάτι ἄλλο. Δύο κυρίες ἔβγαλαν τὰ δαχτυλίδια τους καὶ μοῦ τὰ ἔδωσαν. Ἦταν ἀπὸ τὸ Σινᾶ καὶ ἔγραφαν πάνω τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης. Ἔμεινα ἔκπληκτη, πῶς θὰ μποροῦσα ἐγὼ νὰ ἀποκτήσω ἕνα δαχτυλίδι ἀπὸ τὸ Σινᾶ καὶ μάλιστα μὲ χαραγμένο τὸ ὄνομα τῆς νονᾶς μου… Τὸ ἄλλο γράφει ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Ἀκόμα και νὰ τὰ εἶχα παραγγείλει, δὲν θὰ ἦταν εὔκολο νὰ μοῦ ἔρθουν τέτοια δῶρα.
Ἐκείνη τὴν ὥρα μὲ πλησίασε ἕνας νεαρὸς καὶ μοῦ εὐχήθηκε στὴ γλώσσα μου. Τὰ ἔχασα. Ὅταν μάλιστα μοῦ εἶπε τὶς εὐχές σου νόμισα ὅτι ἄρχισα νὰ τὸ χάνω, λέω δὲν κατάλαβα καλά. Ὅμως ἐκεῖνος μοῦ ἐξήγησε ὅτι εἶναι μαθητής σου, φίλησε τὸ χέρι μου καὶ μοῦ ἔδωσε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας κι ἕνα κομποσκοίνι. Ἦταν μία μεγάλη ἔκπληξη γιὰ μένα.
Ἡ μητέρα μου (νονά μου) ΤΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΟΛΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ, μοίρασε γλυκὰ στὸ γκροὺπ καὶ ἔφυγαν. (τὸ γκροὺπ) Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ περιγράψω πῶς ἀγκάλιασα καὶ πόση ὥρα εὐχαριστοῦσα τὸν Μ. ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ ἀρχίσουν ὅλα καὶ ὁ ὁποῖος μοῦ ἔλεγε πάντα νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ θέλει ἡ καρδιά μου καὶ νὰ γίνω εὐτυχισμένη. Τὸν ἀγκάλιασα καὶ ἔκλαψα πολύ.
Ἦταν ὅλα τέλεια. Ἔμεινα λίγο ἀκόμα στὸ Ναό. Περιηγήθηκα στοὺς διαδρόμους του ὅμως τώρα πιὰ ἤμουν βαπτισμένη. Ἔνιωθα τὰ πόδια μου νὰ πατοῦν πιὸ σταθερὰ στὸ πάτωμα. Ἀσπάστηκα ξανὰ τὶς εἰκόνες, προσευχήθηκα καὶ μὲ μεγάλη δυσκολία ἔφυγα μπροστὰ ἀπὸ τὴν ὡραία πύλη. Σκεφτόμουν ὅτι βρῆκα τελικὰ τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάπαυση ποὺ ἀναζητοῦσα ἐδῶ καὶ χρόνια.
Βγῆκα ἔξω νὰ ἀποχαιρετήσω τὸ γκρούπ. Ἔβρεχε. Μοῦ ἔλεγαν νὰ φυλαχτῶ, γιατί εἶχα βρεγμένο τὸ κεφάλι μου ἀλλὰ ἐγὼ δὲν καταλάβαινα τίποτα, ὁ Κύριος μὲ ζέσταινε.
Πήγαμε στὸ κέντρο τῆς πόλης μαζὶ μὲ τὴ μαμά μου (νονά) μου καὶ τὴ Β. καὶ τὸν Σ. Ἀφήσαμε τὸ αὐτοκίνητο κάπου γιὰ πέντε λεπτὰ καὶ μᾶς τὸ πῆρε ὁ γερανός.
Ὁ Σ. πῆγε νὰ τὸ βρεῖ, ἐγὼ μὲ τὴ Β. καὶ τὴ μητέρα μου (νονὰ) πήγαμε γιὰ φαγητό, ἦρθε καὶ ὁ Σ. καὶ μᾶς βρῆκε. Ἡ Β. μοῦ ἔκανε δῶρο τὸ τραπέζι. Ἐν συνεχείᾳ ἡ Β. πῆγε στὴ δουλειά της κι ἐγὼ μὲ τὸν Σ. μείναμε στὸ ἀεροδρόμιο μαζὶ μὲ τὴν μητέρα (νονά) μου κουβεντιάζοντας ὣς τὴν ὥρα τῆς ἀναχώρησης.
Σοῦ εἶμαι εὐγνώμων γιὰ τὴ νονὰ ποὺ μοῦ γνώρισες, εἶναι ὑπέροχος ἄνθρωπος. Πάντα ἤθελα νὰ μὲ βαπτίσει κάποια μὲ βαθειὰ πίστη, τὴν ὁποία νὰ ἔχω γιὰ παράδειγμα στὴν πνευματική μου ζωή. Ἐσὺ γιὰ μένα εἶσαι μάνα μου, ἀδελφή μου ἡ πιὸ στενή μου φίλη…τὰ πάντα. Σὲ ἀγαπῶ πολύ.
Ἡ νονά μου τὸ παράκανε μὲ τὰ δῶρα. Μοῦ ἔφερε ἕνα μπαοῦλο δῶρα. Μέσα ἀπὸ τὸ μπαοῦλο βγῆκε ἕνας ἐπὶ πλέον βαπτιστικὸς χιτώνας, ποὺ εἶχε φέρει ἡ νονά μου ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλημα. Ὁ Σ. μοῦ εἶπε: «αὐτὸν φύλαξέ τον γιὰ μένα».
Ἀδελφή μου, δὲν μπορῶ νὰ σοῦ περιγράψω πόσο πολὺ ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὴ βάπτισή μου. Ἄλλαξε ἡ συμπεριφορά του. Πάντα ἦταν καλὸς ἀλλὰ πλέον εἶναι ὑπέροχος.
Σήμερα βγήκαμε ἔξω γιὰ φαγητό. Μετὰ τὸ φαγητὸ ἄρχισε νὰ μὲ ρωτάει διάφορα πράγματα κι ἐγὼ τοῦ εἶπα πολλά. Εἶναι πιστὸς ἄνθρωπος καὶ ἔχει ὀρθόδοξο τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι. «Καὶ βέβαια, λέει, μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἔρθει ὡς ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς!». Ἂν τὸν ἀκούσεις νὰ μιλάει, νομίζεις ὅτι διάβασε τὴν Γραφὴ ἀλλὰ δὲν τὴν ἔχει διαβάσει. Τοῦ εἶπα νὰ τὴν διαβάσει, ὅταν ἔχει χρόνο καὶ εἶναι ἤρεμος. Ἀδελφή μου, δὲν κατάφερες νὰ ἔρθεις στὴν βάπτισή μου, ἴσως ἔρθεις στὸν γάμο μας.
Μοῦ εἶπε τὴν αὐτοσχέδια προσευχὴ ποὺ λέει κάθε βράδυ στὸν Θεὸ ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν παιδί. Ἔμεινα κατάπληκτη: λὲς καὶ διαβάζεις ἀπόδειπνο!!! Ἔπαθε σὸκ κι ἐκεῖνος, ὅταν τοῦ τὸ εἶπα. Δὲν μὲ πίστευε. Μόλις γυρίσαμε στὸ σπίτι, τοῦ ἔδειξα τὸ ἀπόδειπνο…ἔμεινε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό! Πράγματι, ἀπὸ μικρὸς προσεύχεται σὰν ὀρθόδοξος… (ποιός ἄραγε ἔβαλε αὐτὰ τὰ λόγια στὴν καρδιά του;)
Ἀδελφή μου, διαβάζω τὶς προσευχές μου καθημερινά. Φοβᾶμαι πολὺ νὰ μὴν ἁμαρτήσω μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο. ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΤΟΝ ΘΕΟ ΝΑ ΜΕ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΜΑΡΤΙΑ.
Τὸ βράδυ τῆς βάπτισής μου τηλεφώνησε ὁ ΠΑΤΕΡΑΣ μας, ὁ π.Θ. Μὲ συνεχάρη καὶ μοῦ εἶπε: «ἔγινες χριστιανή, ὥρα νὰ γίνεις καὶ ἁγία». Εἴθε νὰ μᾶς ἀξιώσει ὅλους ὁ Κύριος τὴν ἁγιότητα. Θὰ ἤθελα πολὺ νὰ κοινωνήσω κι ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ πατέρα μας.
Μίλησα καὶ μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀδελφή μας τὴν Πόπη. Τί ὡραῖοι ἄνθρωποι ποὺ εἶστε ὅλοι σας! Τώρα καταλαβαίνω τί σημαίνει νὰ βαδίζεις τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου. Ἡ ὀμορφιὰ τῆς καρδιᾶς σας ἀντανακλάει παντοῦ στὴν ζωή σας. Σᾶς ἀγαπῶ πολύ.
Τὴν ἡμέρα τῆς βάπτισης, ὅταν γυρίζαμε σπίτι, ἄρχισα νὰ προσεύχομαι γιὰ ὅλους σας ξεχωριστά: Γιὰ τὸν Πατέρα καὶ τὴ Μητέρα μας, γιὰ σένα, τὸν ἄντρα σου, τὰ παιδιά σας, τοὺς γονεῖς σου, τὴ νονά μου, τὴ μαμά μου, τὸν Σ., τὴν ἀδελφή μου, γιὰ τὸν ἀνιψιό μου, γιὰ τὴ Β., τὴ Μαρία, τὸν Θανάση, τὸν Ι., τὸ Λουκᾶ, τὴν γυναίκα του, τὴν Πόπη καὶ γιὰ ὅλη μας τὴν ἐνορία. Ὅσων τὰ ὀνόματα δὲν τὰ θυμόμουν, τοὺς περιέγραφα: ἐκείνη τὴν ἀδύνατη μὲ τὰ κοντὰ μαλλιὰ ἐλέησε Κύριε, ἔλεγα. Δὲν τελείωσαν τὰ ὀνόματα, μέχρι νὰ φτάσουμε σπίτι. Ὁ Σ. μὲ ρωτάει τί σιγοψιθυρίζω καὶ τοῦ ἀπαντῶ: προσεύχομαι γιὰ ὅλους πρὶν ἁμαρτήσω. Δὲν τὸ θέλω ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἁμαρτήσω χωρὶς νὰ τὸ ξέρω. Πρὶν συμβεῖ αὐτὸ προσευχήθηκα γιὰ ὅλους σας.
Τὸ ἅγιο Μύρο διαπότισε τὸ δέρμα μου. Δὲν ἤθελα νὰ πλυθῶ γιὰ νὰ μὴ φύγει ἡ μυρωδιὰ ἀλλὰ παρέμεινε καὶ μετὰ τὴν ἀπόλουση. Ὁ Σ. ἔρχεται πότε πότε καὶ μυρίζει τὰ χέρια μου. «Βαφτίσου κι ἐσὺ» τοῦ εἶπα, «πρὶν προλάβει νὰ φύγει τὸ ἅγιο Μύρο ἀπὸ τὰ δικά μου χέρια». Ἀδελφή μου, πρώτη φορὰ ἔνιωσα τόσο κοντά μου τὸν Σ. Νὰ περιμένεις τὰ καλὰ νέα. Ἂς προσευχηθοῦμε. Ὁ κατηχητής μου προσευχήθηκε γιὰ μένα.
Κατάλαβα ὅτι ἡ Μόνη Ἀλήθεια στὴ ζωή μας εἶναι ὁ Κύριος, ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι μάταια. Τὸ μόνο ποὺ ἀξίζει εἶναι νὰ ζεῖ κανεὶς σὰν Ἐκεῖνον, νὰ συνδέεται μαζί Του, νὰ γίνεσαι ἄξιος δοῦλος Του. Κάθε βράδυ δίνω ὑπόσχεση στὸν ἑαυτό μου νὰ μὴν θυμώσω μὲ κανέναν, νὰ μὴν πικράνω κανέναν. Λέω πὼς εἶμαι στὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶμαι παράδειγμα στοὺς ἄλλους. Δυστυχῶς ἀναγκάστηκα νὰ πῶ ψέματα στὴ μαμά μου, ἡ ὁποία μᾶς πῆρε τηλέφωνο ὅταν ἤμασταν στὸ ἀεροδρόμιο μὲ τὴ νονά μου. Κατάλαβε ὅτι εἴχαμε πάει γιὰ τὴ βάπτιση καὶ ἔβαλε τὶς φωνὲς στὸν Σ. «Ἂν βαπτιστεῖ, νὰ μὴν πατήσει στὸ σπίτι μου οὔτε κι ἐγὼ θὰ πάω στὸ δικό της!» οὔρλιαζε. Ἀναγκάστηκα νὰ τῆς πῶ ὅτι εἴμαστε σπίτι, γιὰ νὰ τὴν ἠρεμήσω. Εἶπα δηλαδὴ τὸ πρῶτο μου ψέμα. Πρὸς τὸ παρὸν δὲν θὰ τὸ πῶ οὔτε στὴ μητέρα οὔτε στὴν ἀδελφή μου…αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ δικός μου σταυρός. Τὸ σημαντικὸ γιὰ μένα εἶναι ὅτι ὁ ἄντρας μου μὲ στηρίζει, μοῦ ἐπιτρέπει νὰ προσεύχομαι ἄνετα στὸ σπίτι μου, μὲ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία.
Πρώτη φορὰ λοιπὸν στὴ ζωή μου ἔκανα αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἤθελα ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΔΟΞΑΣΜΕΝΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ!
Εἶμαι εὐτυχισμένη καὶ ἐσωτερικὰ ἀναπαυμένη ὅσο ποτὲ στὴ ζωή μου. Εἶμαι εὐγνώμων στὸν Πατέρα μας, σὲ σένα καὶ σὲ ὅλους. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΑ ΣΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ. Σᾶς ἀγαπῶ πολύ.
Τ. Μπουρτζοὺ
 
Τὴν 1 Φεβρουαρίου 2013 ἡ Τ. Μπουρτζοὺ ἀπέκτησε ἕνα ὑγιέστατο κοριτσάκι κατὰ τὴν ἐπιθυμία της νὰ γίνει μητέρα μετὰ τὴ βάπτισή της. Στὴν πόλη ποὺ ζεῖ, στὸ μαιευτήριο, τὴν ἐπισκέφτηκε ὀρθόδοξος ἱερέας καὶ τῆς διάβασε τὴ σχετικὴ εὐχή. Μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ συζύγου της ἡ κόρη τους θὰ βαπτιστεῖ καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Αἰκατερίνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου