Οι 300 διάσπαρτοι σε
όλη την πρωτεύουσα ναοί και ναΐσκοι που γλύτωσαν κατά την περίοδο της
τουρκοκρατίας, αλλά ξεπουλήθηκαν με νομοθετική ρύθμιση στις αρχές του 1835.
Όποιος αναζητήσει, με ιστορική συνέπεια, τα βαθύτερα αίτια
και τις συνθήκες που οδήγησαν στην καταστροφή και στον αφανισμό δεκάδων
εκκλησιών των Αθηνών και στο ξεπούλημά τους μαζί με τα οικόπεδά τους,
αναμφισβήτητα θα φτάσει στην εποχή όταν προετοιμαζόταν η ανακήρυξη των Αθηνών
ως πρωτεύουσας και Βασιλικής Καθέδρας του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου. Στις
σημαντικές δοσοληψίες, συνεννοήσεις και δεσμεύσεις μεταξύ της επίσημης
Πολιτείας, όπως την εξέφραζαν κυρίως το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας και
διάφορες Αρχές, όπως η νομαρχία, και οι γηγενείς Αθηναίοι, όπως εκφράζονταν
μέσω της Δημογεροντίας, αφού ακόμη δεν είχε συσταθεί ο Δήμος Αθηναίων. Οι
περιστάσεις ήταν κρίσιμες, οι οικονομικές συνθήκες ασφυκτικές, οι απαιτήσεις
για εξεύρεση καταλυμάτων και κατοικιών υπερβολικές, όπως και η αδυναμία
υλοποίησης των φιλόδοξων σχεδιασμών.
Η βαυαρική αντιβασιλεία, με εξαιρετικά μεθοδευμένο και τεχνοκρατικό τρόπο, προσπάθησε να αρπάξει όχι μόνο την εκκλησιαστική περιουσία, αλλά και τους ναούς, ενοριακούς, κτητορικούς, μοναστηριακούς και κοινοτικούς, με τα οικόπεδά τους (εκκλησιόπεδα). Η πόλη των Αθηνών ήταν κατάσπαρτη με περισσότερους από τριακόσιους (300) ναούς και ναΐσκους. Ο αριθμός και η θέση των θρησκευτικών αυτών μνημείων προκαλούσαν τον φθόνο όχι μόνο των ξένων που είχαν κατακλύσει τη διοίκηση, αλλά και Ελλήνων κερδοσκόπων, οι οποίοι αναζητούσαν κέρδη ακόμη και στο μικρότερο τεμάχιο γης της πρωτεύουσας που αναγεννιόταν. Ετσι, αργά, μεθοδεύτηκε ο αφανισμός του σημαντικότερου ίσως δικτύου βυζαντινών εκκλησιών των Βαλκανίων αλλά και της Ευρώπης. Μνημείων τα οποία επιβίωσαν στα χρόνια της δουλείας, για να αφανιστούν όταν πλέον η πατρίδα ελευθερώθηκε!
Ως προς τα οικόπεδα των εκκλησιών (εκκλησιόπεδα), τα οποία έφεραν επ' αυτών -σε καλή ή κακή κατάσταση- μικρούς και μεγάλους ναούς, μνημειώδες είναι το υπόμνημα που συνυπέγραψαν οι δημογέροντες Ιωάννης Βλάχος και Γεώργιος Μεταξάς στις 28 Οκτωβρίου 1834.
Η βαυαρική αντιβασιλεία, με εξαιρετικά μεθοδευμένο και τεχνοκρατικό τρόπο, προσπάθησε να αρπάξει όχι μόνο την εκκλησιαστική περιουσία, αλλά και τους ναούς, ενοριακούς, κτητορικούς, μοναστηριακούς και κοινοτικούς, με τα οικόπεδά τους (εκκλησιόπεδα). Η πόλη των Αθηνών ήταν κατάσπαρτη με περισσότερους από τριακόσιους (300) ναούς και ναΐσκους. Ο αριθμός και η θέση των θρησκευτικών αυτών μνημείων προκαλούσαν τον φθόνο όχι μόνο των ξένων που είχαν κατακλύσει τη διοίκηση, αλλά και Ελλήνων κερδοσκόπων, οι οποίοι αναζητούσαν κέρδη ακόμη και στο μικρότερο τεμάχιο γης της πρωτεύουσας που αναγεννιόταν. Ετσι, αργά, μεθοδεύτηκε ο αφανισμός του σημαντικότερου ίσως δικτύου βυζαντινών εκκλησιών των Βαλκανίων αλλά και της Ευρώπης. Μνημείων τα οποία επιβίωσαν στα χρόνια της δουλείας, για να αφανιστούν όταν πλέον η πατρίδα ελευθερώθηκε!
Ως προς τα οικόπεδα των εκκλησιών (εκκλησιόπεδα), τα οποία έφεραν επ' αυτών -σε καλή ή κακή κατάσταση- μικρούς και μεγάλους ναούς, μνημειώδες είναι το υπόμνημα που συνυπέγραψαν οι δημογέροντες Ιωάννης Βλάχος και Γεώργιος Μεταξάς στις 28 Οκτωβρίου 1834.
Οι συνθήκες
Αποδίδει
τόσο την πραγματικότητα της εποχής όσο και τις συνθήκες που διαμορφώνονταν για
την τύχη τους. Ανέφεραν πως για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της διοίκησης, που
μεταφερόταν από το Ναύπλιο στην Αθήνα, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν
οικογένειες και ενορίες ολόκληρες και να κατεδαφιστούν σπίτια για να ανοιχτούν
οι δρόμοι. Υποτίθεται πως η κυβέρνηση θα φρόντιζε να αποκαταστήσει όσους
ξεσπιτώνονταν. Οι τελευταίοι είχαν συμφωνήσει και υπογράψει τα έγγραφα, με τα
οποία η Κοινότητα των Αθηνών δεσμευόταν έναντι της Αντιβασιλείας για την
παραχώρηση γης, που απαιτούσε το σχέδιο της πόλης.
Η Κοινότητα
θεωρούσε ιδιοκτησία της τα οικόπεδα των εκκλησιών και είχε την άποψη ότι τα
ελεύθερα και αχρησιμοποίητα θα μπορούσαν να καλύψουν μέρος των αναγκών των
κατοίκων. «Εις όλα της γης τα Κράτη οι Ναοί εκτός τινών εξαιρέσεων...
θεωρούνται ως ιερά κοινοτική περιουσία» έγραφαν οι δημογέροντες, τονίζοντας πως
οι Αθηναίοι χριστιανοί με δικά τους χρήματα ίδρυσαν ή συντήρησαν τους ναούς.
Επισήμαιναν ακόμη το γεγονός ότι οι Τούρκοι αναγνώριζαν τις εκκλησίες ως
κοινοτική περιουσία. Αντέδρασαν, λοιπόν, όταν πληροφορήθηκαν πως η Αντιβασιλεία
κατέτασσε στα εθνικά κτήματα τα οικόπεδα των ναών και κάλεσαν την κυβέρνηση να
διαχωρίσει τα μοναστηριακά κτήματα από τους ενοριακούς ναούς, όπως έκανε ο
πρώτος δημοτικός νόμος.
Ο χειμώνας 1834-35 ήταν σκληρός. Δεκάδες οικογένειες γηγενών
παρέμεναν άστεγες, όταν οι Βαυαροί και οι πολυπληθείς ακολουθίες τους, οι
κρατικοί υπάλληλοι και οι στρατιωτικοί, καταλάμβαναν όσα ακίνητα ήταν όρθια
στην πόλη αλλά και όσα κτίζονταν προχείρως και πυρετωδώς. «Λαός ερημωμένος,
ηκρωτηριασμένος και τάλας από τας καταστρεπτικάς τύχας ενός φονικού τοσοχρονίου
πολέμου... ήλπισε να επαναπαυθή εις τους σωρούς των πενιχρών του ερειπίων»
σημείωναν οι Αθηναίοι, τονίζοντας πως ο φτωχός κάτοικος της πόλης δεν έβρισκε
«σπιθαμήν γης... διά να κλίνη την πτωχήν κεφαλήν του». Εκλιπαρούσαν να τους
αποδοθούν τα εκκλησιόπεδα προς αποκατάσταση πολιτών, ζητώντας ταυτοχρόνως και
προκαταβολικώς συγγνώμη από τον νομάρχη, διότι θα επέτρεπαν στους άστεγους
συμπολίτες τους να κάνουν κατάληψη!
Φυσικά προκλήθηκε αναστάτωση. Ο νομάρχης (Σ. Σκούφος), ο υπουργός Εκκλησιαστικών (Ι. Ρίζος) και ο υπουργός Οικονομικών (Ν. Γ. Θεοχάρης) θορυβήθηκαν, γνωρίζοντας πως τα εκκλησιόπεδα δεν μπορούσαν παρά να είναι δημοτική περιουσία. Την κατάσταση, για λογαριασμό του προέδρου της Αντιβασιλείας Αρμανσμπεργκ, ανέλαβε να «καθαρίσει» (αρχές 1835) ο Ιωάννης Κωλέττης. Συγκάλεσε σύσκεψη συμβούλων των τριών συναρμόδιων υπουργείων (Οικονομικών, Εσωτερικών, Εκκλησιαστικών) και κατατέθηκε πρόταση νομοθετικής ρύθμισης εντός 24 ωρών! Ακολούθησαν μυστικές διαβουλεύσεις, και απορρίφθηκαν όσες από τις εισηγήσεις θα ευνοούσαν την επιβίωση ή την αναστήλωση των εκκλησιών. Εν τέλει, όταν ο Όθων είχε μεταβεί στη Βαυαρία για να παντρευτεί την Αμαλία (1836), η Αντιβασιλεία εξέδωσε διάταγμα με τον μάλλον παραπλανητικό τίτλο «περί των εκκλησιαστικών κτημάτων».
Ο τίτλος
Το μυστικό βρισκόταν στον τίτλο με τον οποίο είχε εισαχθεί προς συζήτηση το θέμα στο Συμβούλιο της Αντιβασιλείας. Η απόφαση λαμβανόταν «διά τας ερειπωμένας εκκλησίας και τα παρεκκλήσια των Αθηνών», ενώ στο διάταγμα που εκδόθηκε παραλήφθηκε η αναφορά στα παρεκκλήσια, περιλήφθηκαν όμως στις διατάξεις του!
Φυσικά προκλήθηκε αναστάτωση. Ο νομάρχης (Σ. Σκούφος), ο υπουργός Εκκλησιαστικών (Ι. Ρίζος) και ο υπουργός Οικονομικών (Ν. Γ. Θεοχάρης) θορυβήθηκαν, γνωρίζοντας πως τα εκκλησιόπεδα δεν μπορούσαν παρά να είναι δημοτική περιουσία. Την κατάσταση, για λογαριασμό του προέδρου της Αντιβασιλείας Αρμανσμπεργκ, ανέλαβε να «καθαρίσει» (αρχές 1835) ο Ιωάννης Κωλέττης. Συγκάλεσε σύσκεψη συμβούλων των τριών συναρμόδιων υπουργείων (Οικονομικών, Εσωτερικών, Εκκλησιαστικών) και κατατέθηκε πρόταση νομοθετικής ρύθμισης εντός 24 ωρών! Ακολούθησαν μυστικές διαβουλεύσεις, και απορρίφθηκαν όσες από τις εισηγήσεις θα ευνοούσαν την επιβίωση ή την αναστήλωση των εκκλησιών. Εν τέλει, όταν ο Όθων είχε μεταβεί στη Βαυαρία για να παντρευτεί την Αμαλία (1836), η Αντιβασιλεία εξέδωσε διάταγμα με τον μάλλον παραπλανητικό τίτλο «περί των εκκλησιαστικών κτημάτων».
Ο τίτλος
Το μυστικό βρισκόταν στον τίτλο με τον οποίο είχε εισαχθεί προς συζήτηση το θέμα στο Συμβούλιο της Αντιβασιλείας. Η απόφαση λαμβανόταν «διά τας ερειπωμένας εκκλησίας και τα παρεκκλήσια των Αθηνών», ενώ στο διάταγμα που εκδόθηκε παραλήφθηκε η αναφορά στα παρεκκλήσια, περιλήφθηκαν όμως στις διατάξεις του!
Οι
«κατερειπωμένες» εκκλησίες, όπως αναφέρει, κατατάχθηκαν σε τρεις κατηγορίες: α)
μοναστηριακές, β) ενοριακές και γ) ιδιωτικές. Τις πρώτες αναλάμβανε να
εκποιήσει το κράτος, χρησιμοποιώντας το προϊόν της εκποίησης στην ανέγερση
πανεπιστημίου. Οι δεύτερες, οι ενοριακές, παραχωρούνταν στον Δήμο Αθηναίων
προκειμένου να τις εκποιήσει και να χρησιμοποιήσει τα χρήματα για την ανέγερση
ναών. Όσο για τους ιδιώτες (κτήτορες), καλούνταν εντός 40 ημερών να καταθέσουν
αποδεικτικά της ιδιοκτησίας τους, αλλιώς θα την έχαναν. Δηλαδή, με τον έναν ή
τον άλλον τρόπο θα εκποιούνταν το σύνολο των από τον πόλεμο ναών, των παρεκκλησίων
ή των ιδιωτικών ναΐσκων. Τίποτα δεν άφησαν στην τύχη του οι Βαυαροί. Είχαν
φροντίσει ήδη να δημιουργήσουν το περίφημο «Εκκλησιαστικόν Ταμείον», το οποίο
διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο, και παρά τον τίτλο του, δεν υπαγόταν στην
εξουσία της Εκκλησίας. Κανείς ωστόσο δεν σκεπτόταν τρόπους διάσωσης και
αναστήλωσης ναών και ναΐσκων, που αποτελούσαν ιερή παρακαταθήκη από τα χρόνια
της Τουρκοκρατίας. Τις άγνωστες εν πολλοίς μεθοδεύσεις, καθώς και τα χαμένα
μνημεία, καθένα ξεχωριστά, θα συνεχίσουμε να τα παρουσιάζουμε στην καθημερινή
μας στήλη «Λες και ήταν Χθες».
Από τον Ελευθέριο Σκιαδά
Από το περιοδικό «δ» της «Κυριακάτικης
Δημοκρατίας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου