Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Σιναΐτου
Η «Κλίμαξ» (κλίμακα,
σκάλα) τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, «Λόγος Ἀσκητικός, ἐπονομαζόμενος Πλάκες
Πνευματικαί», καταγράφει τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τή θέωση ὡς ἀνάβαση σέ
μιά σκάλα πρός τόν οὐρανό.
Τό ἔργο διαιρεῖται σέ
τριάντα κεφάλαια, τά ὁποῖα ὡσάν βαθμίδες κλίμακος, ἀναβιβάζουν ὅσους τά
ἀκολουθοῦν ἀπό τά χαμηλότερα στά ὑψηλότερα, ἀπό τά πρῶτα στάδια στά τελειότερα
τῆς πνευματικῆς ζωῆς· συνιστᾶ μιά «οὐρανοδρόνο κλίμακα», ἕναν πολύτιμο ὁδηγό -
ἐγχειρίδιο ὄχι μόνο γιά μοναχούς, ἀλλά γιά ὅλους τούς πιστούς κάθε εποχῆς.
Τό ἔργο συνέγραψε ὁ
ὅσιος Ἰωάννης, ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ, κατά παραγγελία τοῦ ὁσίου Ἰωάννου,
ἡγουμένου τῆς Ραϊθοῦ. Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ἤ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (6ος
αἰ.), μετέβη στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ σέ ἡλικία 16 ἐτῶν. Μετά τό θάνατο τοῦ Γέροντά
του, ἀποσύρθηκε σέ ἀσκητικό σπήλαιο καί ἄσκησε τήν ἡσυχαστική ζωή ἐπί 40 ἔτη.
Σέ προχωρημένη ἡλικία τόν ἀναβίβασαν σέ ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ. Κοιμήθηκε
τήν 30ή Μαρτίου τοῦ 600, σέ ἡλικία 75 ἐτῶν.
1. Περί ἀποταγῆς.
Ἀναχώρηση ἀπό τόν κόσμο εἶναι τό νά μισήσεις μέ τή θέλησή σου πράγματα ἐπαινετά
γιά νά ἐπιτύχεις τά ὑπέρ φύσιν. Ὅλοι ὅσοι ἐγκατέλειψαν πρόθυμα τά βιοτικά, τό
ἔπραξαν ἀναμφιβόλως ἤ γιά τή μέλλουσα βασιλεία ἤ γιά τά πολλά τους ἁμαρτήματα ἤ
γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
2. Περί ἀπροσπαθείας.
Ὅποιος μίσησε τόν κόσμο, αὐτός γλίτωσε ἀπό τή λύπη. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού ἔχει
«προσπάθεια» (= ἡ μετά πάθους προσκόλληση) σέ κάποιο ἀπό τά ὑλικά καί ὁρατά,
δέν ἔχει λυτρωθεῖ ἀκόμη ἀπό τή λύπη.
3. Περί ξενιτείας. Εἶναι
ἡ ὁριστική ἐγκατάλειψη ὅλων ἐκείνων πού ὑπάρχουν στήν πατρίδα μας καί πού μᾶς
ἐμποδίζουν νά ἐπιτύχουμε τόν εὐσεβή σκοπό τῆς ζωῆς μας. Ἡ ξενιτεία εἶναι ζωή
μυστική, σκοπός πού δέν βλέπεται, ὄρεξη τῆς εὐτελείας.
4. Περί ὑπακοῆς.
Ὑπακοή σημαίνει ἐνταφιασμός τῆς δικῆς μας θελήσεως καί ἀνάσταση τῆς
ταπεινώσεως. Σημαίνει νά ἀποθέσουμε τή δική μας διάκριση στήν πλούσια διάκριση
τοῦ Γέροντος.
5. Περί μετανοίας.
Μετάνοια σημαίνει ἀνανέωση τοῦ βαπτίσματος, συμφωνία μέ τόν Θεό γιά νέα ζωή.
Μετάνοια σημαίνει σκέψη αὐτοκατακρίσεως, ἀμεριμνησία γιά ὅλα τά ἄλλα καί
μέριμνα γιά τή σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μας.
6. Περί μνήμης
θανάτου. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι καθημερινός θάνατος. Καί ἡ μνήμη τῆς ἐξόδου
μας ἀπό τή ζωή αὐτή, εἶναι συνεχής στεναγμός.
7. Περί τοῦ χαροποιοῦ
πένθους. Νά κρατᾶς σφικτά τή μακαρία χαρμολύπη, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν
εὐλογημένη κατάνυξη· καί ἀκατάπαυστα νά τήν καλλιεργεῖς μέχρις ὅτου σέ ἀνυψώσει
ἀπό τά γήϊνα καί σέ παρουσιάσει καθαρό ἐμπρός στόν Χριστό.
8. Περί ἀοργησίας.
Ἀοργησία σημαίνει ἀκόρεστη ἐπιθυμία γιά ἀτιμία, ὅμοια μέ τήν ἀπέραντη ἐπιθυμία
τῶν κενοδόξων γιά ἔπαινο. Ἀοργησία σημαίνει νίκη κατά τῆς ἀνθρώπινης φύσεως,
πού φαίνεται μέ τήν ἀναισθησία ἀπέναντι στίς ὕβρεις.
9. Περί μνησικακίας.
Μνησικακία σημαίνει κατάληξη τοῦ θυμοῦ, φύλακας τῶν ἁμαρτημάτων, μίσος τῆς
δικαιοσύνης, ἀπώλεια τῶν ἀρετῶν, δηλητήριο τῆς ψυχῆς, σαράκι τοῦ νοῦ.
10. Περί καταλαλιᾶς.
Καταλαλιά σημαίνει γέννημα τοῦ μίσους, ἀσθένεια λεπτή, ἀλλά καί παχειά· παχειά
βδέλλα, κρυμμένη καί ἀφανής, πού ἀπορροφᾶ καί ἐξαφανίζει τό αἷμα τῆς ἀγάπης.
Σημαίνει ὑπόκριση ἀγάπης, αἰτία τῆς ἀκαθαρσίας.
11. Περί πολυλογίας
καί σιωπῆς. Ἡ πολυλογία εἶναι ἡ καθέδρα τῆς κενοδοξίας. Καθισμένη ἐπάνω της ἡ
κενοδοξία προβάλλει καί διαφημίζει τόν ἑαυτό της. Εἶναι σημάδι ἀγνωσίας, θύρα
τῆς καταλαλιᾶς, ὁδηγός στά εὐτράπελα, πρόξενος τῆς ψευδολογίας, σκορπισμός τῆς
κατανύξεως.
12. Περί ψεύδους.
Κανείς συνετός ἄνθρωπος ἄς μή θεωρεῖ μικρό τό ἁμάρτημα τοῦ ψεύδους, διότι τό
Πανάγιον Πνεῦμα ἐξέδωσε ἐναντίον του τήν πιό φοβερή ἀπόφαση: «Ἀπολεῖς πάντας
τούς λαλοῦντας τό ψεῦδος» (Ψλ. 5,7).
13. Περί ἀκηδίας.
Ἀκηδία σημαίνει παράλυση τῆς ψυχῆς καί ἔκλυση τοῦ νοῦ, ὀκνηρία καί ἀδιαφορία
πρός τήν ἄσκηση. Φέρνει ἀτονία τήν ὥρα τῆς ψαλμωδίας καί ἀδυναμία τήν ὥρα τῆς
προσευχῆς.
14. Περί
γαστριμαργίας. Γαστριμαργία εἶναι ἡ ὑποκριτική συμπεριφορά τῆς κοιλίας, ἡ
ὁποία, ἐνῶ εἶναι χορτασμένη, φωνάζει πώς εἶναι ἐνδεής· καί ἐνῶ εἶναι
παραφορτωμένη μέχρι διαρρήξεως, ἀνακράζει ὅτι πεινᾶ. Γαστριμαργία εἶναι μία
ἀπάτη τῶν ὀφθαλμῶν.
15. Περί ἁγνείας.
Ἁγνεία σημαίνει ἀπόκτηση τῆς ἀσωμάτου φύσεως· ζηλευτός οἶκος τοῦ Χριστοῦ καί
ἐπίγειος οὐρανός τῆς καρδιᾶς· ὑπερφυσική ἀπάρνηση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
16. Περί φιλαργυρίας
(καθώς καί περί ἀκτημοσύνης). Ἡ φιλαργυρία εἶναι προσκύνηση τῶν εἰδώλων,
θυγατέρα τῆς ἀπιστίας, προφασίστρια νόσων, μάντης γηρατειῶν, ὑποβολεύς
ἀνομβρίας.
17. Περί ἀναισθησίας
(γιά τή νέκρωση τῆς ψυχῆς καί γιά τό θάνατο τοῦ νοῦ, πρό τοῦ σωματικοῦ
θανάτου). Ἡ ἀναλγησία εἶναι πολυκαιρισμένη καί μονιμοποιημένη ἀμέλεια,
ναρκωμένη σκέψη, γέννημα τῶν «προλήψεων». Εἶναι θύρα τῆς ἀπογνώσεως.
18. Περί ὕπνου καί
προσευχῆς. Ὁ ὕπνος εἶναι σπουδαῖο συστατικό τῆς φύσεώς μας, ἀπεικόνιση τοῦ
θανάτου, ἀργία τῶν αἰσθήσεων. Εἶναι μέν ἕνας, ἀλλά ἔχει πλεῖστες αἰτίες καί
ἀφορμές.
19. Περί ἀγρυπνίας. Ὁ
ἄγρυπνος ὀφθαλμός ἐξάγνισε τό νοῦ, ἐνῶ ὁ πολύς ὕπνος πώρωσε τήν ψυχή. Ἡ
ἀγρυπνία εἶναι θραύση τῆς σαρκικῆς πυρώσεως, φυγαδευτήριο τῶν αἰσχρῶν φαντασιῶν.
20. Περί δειλίας. Ἡ
δειλία εἶναι νηπιακή συμπεριφορά μιᾶς ψυχῆς πού γέρασε στήν κενοδοξία. Ἡ δειλία
εἶναι ἀπομάκρυνση τῆς πίστεως, μέ τήν ἰδέα ὅτι ἀναμένονται ἀπροσδόκητα κακά.
21. Περί κενοδοξίας.
Ἡ κενοδοξία εἶναι ὡς πρός μέν τή μορφή, μεταβολή τῆς φυσικῆς τάξεως καί
διαστροφή τῶν καλῶν ἠθῶν καί παρατήρηση παντός ἀξιομέμπτου πράγματος. Ὡς πρός
δέ τήν ποιότητα, σκορπισμός τῶν καμάτων, δόλιος κλέπτης τοῦ θησαυροῦ.
22. Περί
ὑπερηφανείας. Ἡ ὑπερηφανεία εἶναι ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἐφεύρεση τῶν δαιμόνων,
ἐξουδένωση τῶν ἀνθρώπων, μητέρα τῆς κατακρίσεως, ἀπόγονος τῶν ἐπαίνων, ἀπόδειξη
ἀκαρπίας.
23. Περί λογισμῶν
βλασφημίας. Ἀπό δηλητηριώδη ρίζα (τή μολυσμένη ὑπερηφάνεια) προέρχεται ἡ
ἀνέκφραστη βλασφημία. Εἶναι ἐχθρός καί ἀντίπαλος φοβερότερος ἀπό κάθε ἄλλον.
24. Περί πραότητος
καί ἁπλότητος. Ἡ πραότητα εἶναι μιά ἀμετακίνητη κατάσταση τοῦ νοῦ, πού
παραμένει ἡ ἴδια καί στίς τιμές καί στίς περιφρονήσεις. Σημαίνει τό νά
προσεύχεσαι εἰλικρινῶς γιά τόν πλησίον σου.
25. Περί
ταπεινοφροσύνης. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀνώνυμη χάρη τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία μπορεῖ
νά ὀνομασθεῖ μόνο ἀπό ὅσους τή δοκίμασαν ἐκ πείρας. Εἶναι ἀνέκφραστος πλοῦτος,
ὀνομασία τοῦ Θεοῦ, δωρεά τοῦ Θεοῦ.
26. Περί διακρίσεως
(περί διακρίσεως λογισμῶν καί παθῶν καί ἀρετῶν). Στούς μέν ἀρχαρίους εἶναι ἡ
ὀρθή ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ τους· στούς μεσαίους εἶναι ἡ νοερά αἴσθηση· στούς δέ
τελείους εἶναι ἡ γνώση πού ἔχουν ἀπό θεϊκή ἔλλαμψη.
27. Περί ἡσυχίας (γιά
τήν ἱερά «ἡσυχία», τή σωματική καί τήν ψυχική). Ἀρχή τῆς ἡσυχίας εἶναι τό νά
ἀποκρούει κανείς τούς κτύπους (τῶν δαιμόνων), διότι τοῦ ταράζουν τόν βυθό (τῆς
καρδίας).
28. Περί προσευχῆς.
Ὡς πρός τήν ποιότητά της, εἶναι συνουσία καί ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό· ὡς
πρός τήν ἐνέργειά της, σύσταση καί διατήρηση τοῦ κόσμου, συμφιλίωση μέ τόν Θεό,
μητέρα τῶν δακρύων, ἔργο τῶν Ἀγγέλων, τροφή ὅλων τῶν ἀσωμάτων.
29. Περί ἀπαθείας.
Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά «ἐγκάρδιος οὐρανός τοῦ νοός», ὁ ὁποῖος λογαριάζει
γιά παιγνίδια τίς πανουργίες τῶν δαιμόνων. Αὐτή λοιπόν ἡ ἀπάθεια, «ἡ τελεία τῶν
τελείων ἀτέλεστος τελειότης», ἁγιάζει τόν νοῦ καί τόν ἁρπάζει ἀπό τά ὑλικά.
30. Περί ἀγάπης,
ἐλπίδος καί πίστεως. Ἡ μία, ἡ πίστη, δύναται νά ἐπιτελέσει τά πάντα. Ἡ ἄλλη, ἡ
ἐλπίδα, περικυκλώνει μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί δέν καταισχύνει τόν ἐλπίζοντα.
Καί ἡ τρίτη, ἡ ἀγάπη, δέν πέφτει ποτέ ἀπό τό ὕψος της. Αὐτός πού θέλει νά
ὁμιλεῖ γιά τήν ἀγάπη εἶναι σάν νά ἐπιχειρεῖ νά ὁμιλεῖ γιά τόν ἴδιο τόν Θεό.
[ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ
ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Kλῖμαξ. Εἰσαγωγή–κείμενον–μετάφρασις–σχόλια–πίνακες ὑπό ἀρχιμ.
Ἰγνατίου, 3η ἔκδ. (Ὠρωπός: Ἱ. Mονή τοῦ Παρακλήτου, 1986). Ἀπόσπασμα].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου