Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
εἶναι Καθολική[1][1]
Πρωτοπρεσβύτερος
Matei Vulcanescu
Ὁ σκοπός τῆς ἐπίγειας
ζωῆς εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Αὐτό μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ μόνο στήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ὑπάρχει σωτηρία ἐκτός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας; Εἶναι οἱ μάρτυρες τῶν
ἑτερόδοξων ἀληθινοί μάρτυρες γιά τόν Χριστό;
Αὐτό εἶναι ἕνα ἐρώτημα,
πού ἀπασχολεῖ ὅλους ὅσους ἐπιθυμοῦν τήν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν τους στήν ἀνθρωπότητα.
Καί εἶναι ἀπόδειξη ἀλτρουϊσμοῦ καί ἀγάπης νά ἐπιθυμεῖ κάποιος νά σωθοῦν ὅλοι,
ὁμοιάζοντας ἔτσι μέ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς
ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[1][2].
Γι' αὐτό καί ἡ σωτηρία
τῶν μή Ὀρθοδόξων ἀδελφῶν μας στήν ἀνθρωπότητα, πρέπει νά εἶναι μέσα στήν ψυχή μας ὡς μιά συνεχής ἔγνοια. Ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει : «Πῶς μποροῦμε νά εἴμαστε τόσο δειλοί, ὥστε νά
εἴμαστε εὐχαριστημένοι μέ τήν σωτηρία μας, μέ δεδομένο ὅτι θέτουμε σέ κίνδυνο
τήν ἴδια τήν σωτηρία μας, ἄν δέν φροντίζουμε καί γι’ αὐτή τῶν ἄλλων; Ἔτσι, σέ
μιά μάχη, ὅποιος δέν σκέφτεται παρά τό πῶς θά ξεφύγει, τρέχοντας μακριά, χάνει
καί τόν ἑαυτό του, πρίν χάσει καί τούς δικούς του· ἀλλά ὅποιος ἀγωνίζεται
γενναῖα, γιά νά βγάλει τούς συντρόφους του ἀπό τόν κίνδυνο, σώζεται καί ὁ
ἴδιος, καί γλυτώνει καί τούς ἄλλους.
Αὐτή ἡ ζωή εἶναι ἕνας συνεχής πόλεμος καί οἱ ἐχθροί εἶναι πάντα παρόντες,
πολεμώντας ἔτσι ὅπως μᾶς προστάζει ὁ αὐτοκράτορας καί κεφαλή μας»[1][3].
Συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος : «Ἀκοῦστε τά λόγια, πού λέει στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ [ὁ προφήτης
Ἱερεμίας[1][4]]
καί εἶναι ὡς ὁ Θεός νά λέγει : « Ὅποιος κάνει γνωστή τήν ἀλήθεια στόν πλησίον
του, ὅποιος τόν φέρει ἀπό τό κακό στήν ἀρετή, μέ μιμεῖται κατά τό δυνατόν τῆς
ἀνθρώπινης φύσεως»[1][5].
Ἀπό αὐτήν τήν ὁμιλία
τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, βλέπουμε ὅτι αὐτή ἡ ἔγνοια γιά τήν σωτηρία
τῶν ἀδελφῶν μας, τόσο γιά τούς ὀρθῶς πιστεύοντες χριστιανούς, ὅσο καί γιά τούς
μή χριστιανούς ἤ κακῶς πιστεύοντες (αἱρετικούς, ἀθέους ἤ παγανιστές), εἶναι
καλή ἔγνοια.
Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος
λέγει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή ὅτι ἡ σωτηρία δέν ἔρχεται ἀπό τίς πράξεις τοῦ
νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Χριστός εἶναι τό τέλος τοῦ νόμου, τό πλήρωμα τοῦ
νόμου. Ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν μποροῦσε νά φέρει μόνος του τήν σωτηρία
τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός ἦταν προπαρασκευστικός, γιά νά δεχθεῖ ἡ ἀνθρωπότητα τόν
Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Θεό καί ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός εἶναι τό πλήρωμα τοῦ
Νόμου καί τῶν Προφητῶν, καί ὁ ἄνθρωπος, ὅσο καλός καί ἄν εἶναι, δέν μπορεῖ νά
σωθεῖ μόνο μέ τίς καλές του πράξεις. Ἔτσι, ἡ αὐστηρή ἐκπλήρωση τοῦ Νόμου καί τά
καλά ἔργα, χωρίς πίστη στόν Χριστό, δέν ἔχουν τήν δυνατότητα νά φέρουν τήν
σωτηρία[1][6].
Ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος
λέγει : «ἐάν ὀμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον ᾿Ἰησοῦν, καί πιστεύσῃς ἐν τῇ
καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεός αὐτόν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ· καρδίᾳ γάρ πιστεύεται
εἰς δικαιοσύνην, στόματι δέ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν»[1][7].
Ἑπομένως, ἡ σωτηρία
δέν εἶναι προϊόν ἀνθρώπινης προσπάθειας. «Τῇ γάρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς
πίστεως· καί τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τό δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τίς καυχήσηται»[1][8].
Ἡ σωτηρία ἔρχεται μέσῳ τῆς ὀρθῆς πίστης στόν Ἰησοῦ Χριστό, δηλαδή σάν δῶρο, πού
τό λαμβάνουμε.
Ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται
μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος
Ἱεροσολύμων : «Ὁ Σωτήρας ὑπέμεινε αὐτά τά πράγματα (σταύρωση, θάνατο, ἐμπαιγμό)
καί ἔφερε εἰρήνη μέ τό αἷμα τοῦ Σταυροῦ Του, ἐπειδή ἤμασταν ἐχθροί τοῦ Θεοῦ ἀπό
τήν ἁμαρτία ... ὁ Χριστός ἔφερε ἐπί ξύλου τίς ἁμαρτίες μας στό σῶμα Του, ὥστε
μέσῳ τοῦ θανάτου Του νά μπορέσουμε νά θανατώσουμε τήν ἁμαρτία καί νά ζήσουμε μέ
δικαιοσύνη»[1][9].
Καί αὐτήν τήν ὀνομάζουμε γενική ἤ ἀντικειμενική σωτηρία. Αὐτό σημαίνει ὅτι
δυνητικά εἴμαστε ὅλοι σεσωσμένοι, ἀλλά κάθε ἄτομο θά πρέπει νά ἀποκτήσει τούς
καρπούς τῆς ἐνσάρκωσης, τῆς θυσίας, τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Τήν ἀπόκτηση αὐτῆς τῆς θυσίας τήν ὀνομάζουμε ὑποκειμενική σωτηρία καί ἐπιτυγχάνεται
μέ τήν ἕνωση κάθε ἀνθρώπου στήν Ἐκκλησία μέσῳ τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος.
Ὁ Χριστός μᾶς δίνει
τήν δυνατότητα νά σωθοῦμε, δέν μᾶς σώζει χωρίς τήν θέλησή μας, ἀλλά μᾶς ἀνοίγει
τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, δυνατότητα ἀνύπαρκτη μέχρι τήν Ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ
Θεοῦ. Μέχρι τότε, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν στόν
χῶρο τῶν νεκρῶν, στόν Ἅδη, παραμένοντας ἀθάνατη ἡ ψυχή, ἀλλά ὄχι καί σέ κοινωνία
μέ τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ παραμένει σέ ἰσχύ καί μετά τόν σωματικό θάνατο,
καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι σέ ἐπαφή μέ τά ἔκπτωτα πνεύματα καί τίς προγονικές ψυχές
στήν κατάσταση τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, ὁ Χριστός ἀνοίγει τήν δυνατότητα
τῆς σωτηρίας, ἀλλά δέν δίνει αὐτόματα τήν σωτηρία σέ ὅλους, ἀνεξάρτητα μέ τήν
κατάστασή τους μπροστά Του, ἀνεξάρτητα ἀπό τά πάθη τους καί ἀπό τίς συνέπειές
τους καί τήν ζωή τους. Σωτηρία σημαίνει, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,
κοινωνία μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό.
Ἡ σωτηρία ξεκίνησε μέ
τήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη, ὅπου βρισκόταν
καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ πιό μεγάλος ἄνδρας, πού γεννήθηκε ἀπό
γυναίκα. Ἀπό τήν κόλαση δέν ἔφυγαν μέ τόν Χριστό ὅλες οἱ ψυχές, ἀλλά μόνο οἱ
Δίκαιοι, ἀπό κάθε ἔθνος, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κάνει τήν ἐπιλογή τους στήν ἐπίγεια ζωή.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν ΛΣΤ΄ (36η) ὁμιλία του στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο,
ἐξηγεῖ ὅτι, ἐπειδή ὁ ἴδιος ὁ Χριστός δέν εἶχε κατέβει ἀκόμα στόν Ἅδη, ἔπρεπε
καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής νά πάει στόν Ἅδη, ὅπως κάθε ἄλλη ψυχή. Ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει : «Ἡ τωρινή μας ζωή εἶναι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας (οἱ
ἐπιλογές μας), μετά τόν θάνατο θά εἶναι ἡ κρίση καί ἡ κατάκριση˙ διότι λέγει ἡ
Ἁγία Γραφή «ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ θανάτῳ ὁ μνημονεύων σου· ἐν δέ τῷ Ἅδη τίς
ἐξομολογήσεταί σοι»[1][10];
Κατόπιν μᾶς δείχνει ὅτι ἡ σωτηρία ἔχει ἔρθει μόνο μέ τήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν
Ἅδη : «ὅτι συνέτριψε πύλας χαλκάς καί μοχλούς σιδηροῦς συνέθλασεν»[1][11]
μέσῳ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ! Τότε, γιά πρώτη φορά, ἀποκαλύφθηκε τό ἀθάνατο
σῶμα, διαλύοντας τήν τυραννία τοῦ θανάτου. Ἐπιπλέον, αὐτό δείχνει ὅτι διαλύθηκε
ἡ δύναμη τοῦ θανάτου, ἀλλά ὄχι καί ὅτι συγχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες αὐτῶν, πού πέθαναν
πρίν τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. «Λέγω δέ ὑμῖν ὅτι Σοδόμοις ἐν τῇ ἡμέρα ἐκείνη
ἀνεκτότερον ἔσται ἤ τῇ πόλει ἐκείνη»[1][12].
Θά τιμωρηθοῦν οἱ κάτοικοι τῶν Σοδόμων καί τῶν Γομόρρων˙ θά τιμωρηθοῦν πιό ἤπια,
ἀλλά θά πρέπει νά τιμωρηθοῦν. Παρόλο πού ἔλαβαν στήν γῆ τήν μεγαλύτερη τιμωρία,
παρά ταῦτα δέν θά γλυτώσουν καί τήν μελλοντική τιμωρία… Μήπως ὑπάρχει ἐδῶ μιά ἀδικία;
Σίγουρα ὄχι! Γιατί εἶχαν τήν δυνατότητα νά σωθοῦν τότε, ἀκόμα καί ἄν δέν εἶχαν
ὁμολογήσει τόν Χριστό. Τόν καιρό ἐκεῖνο δέν τούς ζητοῦνταν κάτι τέτοιο ἀπό τόν
Θεό, παρά μόνο τό νά μήν θυσιάζουν στά εἴδωλα καί νά πιστεύουν τόν Ἀληθινό Θεό
… Γι’ αὐτόν τόν λόγο θαυμάζουμε τούς τρεῖς νέους στή Βαβυλώνα, γιατί ἔζησαν μιά
λαμπρή ζωή, γεμάτη ἀπό καλές πράξεις καί γιατί φύλαξαν αὐτή τήν γνώση τοῦ Θεοῦ.
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι τίποτε περισσότερο δέν τούς ζητήθηκε. Τότε ἡ γνώση μόνο
τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀρκετή, γιά νά σωθεῖ κάποιος»[1][13].
Ἡ σωτηρία θά ἐρχόταν μέ τήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἄδη, ὅπου βρίσκονταν οἱ
δίκαιοι μαζί μέ τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει
ὅτι, μετά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἡ σωτηρία εἶναι δυνατή μόνο μέσῳ τῆς γνώσης
Του : «Ἀλλά τώρα, ὄχι, εἶναι ἀναγκαία καί ἡ γνώση του Χριστοῦ… Ἀλλά, εἶναι
δίκαιο νά ριχθοῦν στήν κόλαση καί αὐτοί, πού δέν εἶχαν ἀκούσει γιά τήν κόλαση;
Θά ποῦν : Ἐάν μᾶς εἴχατε ἀπειλήσει μέ τήν κόλαση, θά εἴχαμε φοβηθεῖ καί θά
ἤμασταν πιό σοφοί! Δέν πιστεύω! Ὅπως καί ἐμεῖς σήμερα ἀκοῦμε κάθε μέρα νά
μιλᾶνε γιά τήν κόλαση, ἀλλά δέν νοιαζόμαστε καθόλου… τό νά στενοχωρέσεις τόν
Χριστό εἶναι πιό τρομερό καί τρομακτικό ἀπό τήν κόλαση…»[1][14].
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς δείχνει ὅτι ὁ Θεός δέν ἀφήνει κανέναν στό σκοτάδι
τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πάντα προνοεῖ, ὥστε κάθε ἄνθρωπος νά Τόν γνωρίσει,
εἴτε στήν Παλαιά Διαθήκη, εἴτε στήν Καινή Διαθήκη, δέν ἔχει σώσει ὅμως κανένα
μέ τή βία. Αὐτός εἶναι ὁ καρπός τῆς ἐλευθερίας, τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός δέν
μᾶς σώζει μέ τήν βία. Ἔτσι, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, ὁ Χριστός μᾶς ἔδωσε τήν
δυνατότητα τῆς σωτηρίας καί αὐτό εἶναι ὁ καρπός τῆς ἀνθρώπινης συνεργασίας μέ
τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία λαμβάνουμε μόνο μέ τήν
ἀνθρώπινη ἐπιθυμία καί μέσῳ τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς διδασκαλίας.
Ὁ αἱρετικός Ὠριγένης
μιλοῦσε γιά ἀποκατάσταση, δηλαδή εἶχε ὑποπέσει στήν αἵρεση, σύμφωνα μέ τήν
ὁποία ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα καί οἱ δαίμονες μακροπρόθεσμα θά σωθοῦν, ἄσχετα
ἄν ἦταν παγανιστές, αἱρετικοί ἤ ἔκπτωτοι ἄγγελοι.
Ὁ Πελάγιος, αἱρετικός
τοῦ 5ου αἰώνα μ.Χ., ἀρνοῦνταν τήν Χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὡς ἀπολύτως
ἀπαραίτητη γιά τήν σωτηρία, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἀσχέτως μέ τό τί
πιστεύει, μπορεῖ νά σωθεῖ, ἄν κάνει καλές πράξεις. Ὡς ἐκ τούτου ἡ αἵρεση τοῦ
Πελαγιανισμοῦ δήλωνε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀνήκει στήν Μία, Ἁγία,
Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιά νά σωθεῖ, γιατί εἶναι ἐπαρκεῖς
οἱ καλές του πράξεις.
Αὐτή ἡ αἵρεση, πού ἐμφανίστηκε
στήν Ἀνατολή, καταδικάσθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ Orange (πόλη τῆς Γαλλίας) τό 530
μ.Χ. μέ σκοπό νά ἐξαλειφθεῖ.
Δυστυχῶς, αὐτή ἡ αἵρεση
τοῦ Πελαγιανισμοῦ ἐπανέρχεται σήμερα ὑπό τήν μορφή τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
πού ἐπιβεβαιώνει τόν δογματικό μινιμαλισμό, σέ ἐπεκτεινόμενη μορφή, ἡ ὁποία
πρεσβεύει ὅτι εἶναι ἀρκετό νά κάνεις καλές πράξεις, σέ ὅποια θρησκεία καί νά
βρίσκεσαι, γιά νά σωθεῖς, καί σέ συνοπτική μορφή, (κυκλοφόρησε ἀπό τό λεγόμενο
Παγκόσμιο Συμβούλιο «Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων) ὅτι δηλαδή εἶναι ἀρκετό γιά
κάποιον νά εἶναι βαπτισμένος στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί νά πιστεύει στόν
Χριστό σάν προσωπικό Σωτήρα, γιά νά εἶναι στό δρόμο τῆς σωτηρίας.
Ὑπάρχει καί ἡ παρερμηνεία
τῆς περικοπῆς ἀπό τήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή˙ «ὅταν γάρ ἔθνη τά μή νόμον ἔχοντα,
φύσει τά τοῦ νόμου ποιῆ, οὗτοι νόμον μή ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, οἵτινες
ἐνδείκνυνται τό ἔργον τοῦ νόμου γραπτόν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν … ἐν ἡμέρα ὅτε
κρινεῖ ὁ Θεός τά κρυπτά τῶν ἀνθρώπων κατά τό εὐαγγέλιόν μου διά Ἰησοῦ Χριστοῦ»[1][15].
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν
λέει ὅτι οἱ παγανιστές θά σωθοῦν, ἐπειδή ἔχουν μέσα τους τό νόμο τῆς συνειδήσεως,
πού εἶναι ἔμφυτος ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, σάν ἕνας δέκτης, γιά νά
μπορέσουν νά τόν ἀναγνωρίσουν ὡς Δημιουργό, ἀλλά δηλώνει ὅτι αὐτή ἡ συνείδηση
τῆς διάκρισης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ τόν κρίνει ἤ τόν ὑπερασπίζεται. Ἀλλά, ὄχι
ὅτι αὐτό τόν σώζει. Ἀντιθέτως, στό κείμενο στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή αὐτό
ἀκριβῶς τό πράγμα ἐπιβεβαιώνεται, ὅτι χωρίς τήν πίστη στόν Χριστό, ἀκόμα καί ἄν
εἶσαι Ἰουδαῖος, ὑπό νόμον, ἤ παγανιστής, ὑπό τό νόμο τῆς φύσης, δέν μπορεῖς νά
σωθεῖς χωρίς νά μπεῖς σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τό ἀνωτέρω χωρίο ἀπό τήν
πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, λέγει : «… «Γιατί ὅσοι ἁμάρτησαν
χωρίς νόμο, θά καταδικασθοῦν σέ ἀπώλεια χωρίς τό νόμο˙ καί ὅσοι ἁμάρτησαν μέ
νόμο, θά κριθοῦν με βάση το νόμο». Ἐδῶ, λοιπόν, ὄχι μόνο δείχνει τήν ἱσοτιμία
Ἰουδαίου καί Ἕλληνα, ἀλλά καί πώς ὁ Ἰουδαῖος ἐπιβαρύνεται πολύ ἀπό τή χορήγηση
τοῦ νόμου. Γιατί ὁ Ἕλληνας κρίνεται χωρίς τό νόμο. Τό «χωρίς νόμο», ἐδῶ δέ
σημαίνει τό πιό δυσάρεστο, ἀλλά τό πιό μαλακό˙ δηλαδή δέν ἔχει τό νόμο
κατήγορο. Γιατί τό «χωρίς νόμο», δηλαδη χωρίς τήν κατηγορία τοῦ νόμου,
σημαίνει, καταδικάζεται μόνο ἀπό τούς φυσικούς συλλογισμούς. Ὁ Ἰουδαῖος ὅμως
κρίνεται μέ βάση τό νόμο, δηλαδή, μαζί μέ τή φύση εἶναι καί ὁ νόμος κατήγορος.
Γιατί ὅσο περισσότερο δέχθηκε τή φροντίδα, τόσο περισσότερο θά τιμωρηθεῖ.
Βλέπεις πῶς παρουσίασε
μεγαλύτερη τήν ἀνάγκη στούς Ἰουδαίους, γιά νά τρέξουν στή Χάρη; Ἐπειδή, λοιπόν,
ἔλεγαν ὅτι δέν χρειάζονται τή Χάρη, σωζόμενοι μόνο μέ τό νόμο, δείχνει πώς
αὐτοί τή χρειάζονται περισσότερο ἀπό τούς Ἕλληνες, ἀφοῦ βέβαια πρόκειται νά
τιμωρηθοῦν περισσότερο…».
Καί συνεχίζει ὁ χρυσορρήμων
: «… Γιατί ὅταν οἱ ἐθνικοί, πού δέν ἔχουν νόμο, κάνουν ἀπό τή φύση ὅσα ὁρίζει ὁ
νόμος, εἶναι πολύ καλύτεροι ἀπό αὐτούς, πού διδάσκονται ἀπό τό νόμο… «Γιατί ὅταν οἱ ἐθνικοί, πού δέν ἔχουν νόμο,
κάνουν ἀπό τή φύση ὅσα ὁρίζει ὁ νόμος, αὐτοί χωρίς νά ἔχουν νόμο, εἶναι οἱ
ἴδιοι νόμος στούς ἑαυτούς τους. Αὐτοί ἀποδεικνύουν πώς ἔχουν γραμμένο στίς καρδιές
τους τό ἔργο τοῦ νόμου, ὅταν ἡ συνείδησή τους δίνει μαρτυρία σ’αὐτούς». Γιατί
εἶναι ἀρκετή ἀντί τοῦ νόμου ἡ συνείδηση καί τό λογικό. Μέ τά λόγια αὐτά ἔδειξε
πάλι, πώς ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο ἰκανό γιά τήν ἐκλογή τῆς ἀρετῆς καί τήν
ἀποφυγή τῆς κακίας.
Καί μήν ἀπορήσεις, ἄν
ἀποδεικνύει αὐτό καί μιά καί δυό καί πολλές φορές. Γιατί τοῦ ἦταν πάρα πολύ ἀναγκαῖο
αὐτό τό σπουδαῖο πράγμα γιά ἐκείνους πού ἔλεγαν, γιατί λοιπόν ἦλθε τώρα ὁ
Χριστός; Καί ποῦ ἦταν οἱ ἐκδηλώσεις τῆς μεγάλης Του πρόνοιας τόν προηγούμενο
καιρό; Καί αὐτούς, λοιπόν, ἀποκρούοντας παρεμπιπτόντως τώρα, δείχνει πώς, καί
στά προηγούμενα χρόνια καί πρίν ἀπό τήν χορήγηση τοῦ νόμου, τό ἀνθρώπινο γένος
ἀπολάμβανε ὅλη τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Γιατί πραγματικά ἐκεῖνο, πού μποροῦσε ἀπό
τό Θεό νά γίνει γνωστό, ἦταν φανερό σ’αὐτούς, καί γνώριζαν ποιό ἦταν τό καλό
καί ποιό ἦταν τό κακό, μέ τά ὁποῖα ἔκριναν τούς ἄλλους…».
Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἱερός
Χρυσόστομος σημειώνει : «… Ἐπειδή, λοιπόν, εἶπε «Φαντάζεσαι ἐσύ, πού κατακρίνεις
ἐκείνους, πού κάνουν τέτοια ἔργα, καί ὅμως κάνεις κι ἐσύ αὐτά, ὅτι θ’ἀποφύγεις
τήν κρίση τοῦ Θεοῦ»; Γιά νά μή δεχθεῖς τέτοια κρίση, ὅμοια μ’αὐτή, πού ἐκφέρεις
καί ὁ ἴδιος, ἀλλά γιά νά δεῖς ὅτι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ ἀκριβέστερη ἀπό
τή δική σου, συμπλήρωσε˙ «Τίς ἀπόκρυφες πράξεις τῶν ἀνθρώπων» καί πρόσθεσε˙
«Σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο πού κηρύττω, μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό…
… Εἶδες πῶς μέ σύνεση
ὁδήγησε αὐτούς καί τούς προσκάλεσε στό Εὐαγγέλιο καί τόν Χριστό, καί ἀπέδειξε
ὅτι τά ἀνθρώπινα δέν σταματοῦν ἐδῶ, ἀλλά προχωροῦν πιό πέρα; Αὐτό καί προηγουμένως
τό ἔκανε, λέγοντας «Μαζεύεις ἐναντίον σου θησαυρούς ὀργῆς κατά τήν ἡμέρα τῆς
ὀργῆς», καί ἐδῶ πάλι «Θά κρίνει ὁ Θεός τίς ἀπόκρυφες πράξεις τῶν ἀνθρώπων». Ὁ
καθένας, λοιπόν, γνωρίζοντας τή συνείδησή του καί ἀναλογιζόμενος τά ἁμαρτήματά
του, ἄς ζητάει τίς εὐθύνες μέ ἀκρίβεια ἀπό τόν ἑαυτό του, γιά νά μή
κατακριθοῦμε τότε μαζί μέ ὅλο τόν κόσμο. Γιατί εἶναι φοβερό τό δικαστήριο ἐκεῖνο,
φρικτό τό βῆμα, οἱ εὐθύνες εἶναι γεμάτες τρόμο, τρέχει ποταμός φωτιᾶς…»[1][16].
Ὁ ἅγιος Κυπριανός ἀπό
τήν Καρθαγένη ἐξηγεῖ γιατί εἶναι ἀδύνατη ἡ σωτηρία ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
: «Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι (ὅσοι γεννήθηκαν σέ αἵρεση), ἀκόμα καί ἄν ἔχασαν τή ζωή
τους στό ὄνομα τῆς πίστης τους, δέν θά ξεπλυθοῦν τά λάθη τους οὔτε μέ τό αἷμα
τους. Τό σφάλμα τῆς διαίρεσης εἶναι σοβαρό, ἀσυγχώρητο, καί δέν μπορεῖ νά τό
καθαρίσει ὁ πόνος. Δέν μπορεῖ νά εἶναι μάρτυρας κάποιος, πού δέν εἶναι στήν Ἐκκλησία.
(...) Δέν μποροῦν νά μείνουν μέ τόν Θεό αὐτοί, πού δέν θά εἶναι ἑνωμένοι μέ τήν
Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμα κι ἄν καοῦν στήν πυρά ἤ δοθοῦν στά ἄγρια θηρία, αὐτά
δέν θά εἶναι ὁ στέφανος τῆς πίστης, ἀλλά ἡ τιμωρία τῆς προδοσίας, καί ὄχι τό
ἔνδοξο τέλος αὐτοῦ μέ θρησκευτική ἀρετή, ἀλλά θάνατος ἀπό ἀπελπισία. Ἕνας σάν
αὐτόν, πού μπορεῖ νά σκοτωθεῖ, ἀλλά δέν μπορεῖ νά στεφθεῖ. Ὀμολογεῖ ὅτι εἶναι
Χριστιανός, ὅπως ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος συχνά ψεύδεται ὅτι εἶναι ὁ Χριστός,
ἐπειδή ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἐφιστᾶ τήν
προσοχή καί λέει : «πολλοί γάρ ἐλεύσονται ἐπί τῷ ὀνόματι μου λέγοντες˙ ἐγώ εἰμι
ὁ Χριστός, καί πολλούς πλανήσουσιν». Ὅπως αὐτός δέν εἶναι ὁ Χριστός, ἀκόμα καί
ἄν παραπλανᾶ μέ τό ὄνομα, τό ἴδιο δέν μπορεῖ νά εἶναι Χριστιανός ὅποιος δέν
παραμένει στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί στήν ἀληθινή πίστη»[1][17].
Ἡ Σύνοδος τῆς Λαοδικείας
ὄρισε τόν ἑξῆς (34ο) Κανόνα : «Ὅτι οὐ
δεῖ πάντα Χριστιανόν ἐγκαταλείπειν μάρτυρας Χριστοῦ, καί ἀπιέναι πρός τούς
ψευδομάρτυρας, τουτ’ ἔστιν αἱρετικῶν, ἤ αὐτούς πρός τούς προειρημένους, αἱρετικούς
γινομένους˙ οὗτοι γάρ ἀλλότριοι τοῦ Θεοῦ τυγχάνουσιν. Ἔστωσαν οὖν ἀνάθεμα οἱ
ἀπερχόμενοι πρός αὐτούς»[1][18].
Ἀπό ἐδῶ φαίνεται ξεκάθαρα
ὅτι ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἡ σωτηρία, ὄχι μόνο δέν εἶναι
δυνατή, ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν οὔτε καί τό μαρτύριο γιά τόν Χριστό νά σώσει.
Τό νά πεθάνεις ἐκτός
τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Χριστό, ἔχοντας μιά αἱρετική ἄποψη, δέν μπορεῖ νά σοῦ
δώσει τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, διότι, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι, «ἐάν δέ
καί ἀθλῆ τίς, οὐ στεφανοῦται, ἐάν μή νομίμως ἀθλήση»[1][19].
Ὁ Κανόνας τῆς Λαοδικείας
ἐνισχύεται ἀπό ὅλους τούς ἐκκλησιαστικούς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά τήν
ἀπαγόρευση τῆς κοινωνίας (ἀκόμη καί ὡς ἁπλῆς συμπροσευχῆς) μέ αἱρετικούς[1][20].
Ὁ ἅγιος Κυπριανός τῆς
Καρθαγένης λέγει ὅτι «ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία»[1][21]
καί ὁ ἰσχυρισμός αὐτός δέν ἀπορρίφθηκε ἀπό τή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐνισχύεται
ἀπό τόν ἅγιο Ἰγνάτιο (Μπριαντσιανίνωφ), ὁ ὁποῖος ἐκφράζει καί συνοψίζει τήν
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας σέ μιά ἐπιστολή, πού ἀπευθύνεται σέ ἕνα Χριστιανό, ὁ
ὁποῖος σκανδαλίζεται μέ τήν ἰδέα ὅτι οἱ
μή Ὀρθόδοξοι δέν σώζονται :
«Ἕνα μόνο καλό πράγμα
μᾶς εἶναι ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία : ἡ πίστη· ἀλλά ἡ πίστη μέ ἔργα. Μέσῳ τῆς
πίστης καί μόνο μέσῳ τῆς πίστης μποροῦμε νά μποῦμε σέ κοινωνία μέ τόν Θεό, μέσῳ
τῶν μυστηρίων, πού μᾶς εἶχε δώσει Αὐτός. Μάταια, ὅμως, ἀναλογιζόμενοι τήν
ἁμαρτία, λέτε ὅτι οἱ καλοί ἄνθρωποι ἀνάμεσα στούς παγανιστές καί στούς μωαμεθανούς
θά σωθοῦν, δηλαδή θά μποῦν σέ κοινωνία μέ τόν Θεό...
Ὄχι! ... ἡ Ἐκκλησία
πάντοτε ἔχει ἀναγνωρίσει ὅτι ὑπάρχει μόνο ἕνας τρόπος σωτηρίας : ὁ Λυτρωτής
(«ἐξηγοράσας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου»)! Αὐτή ἀναγνωρίστηκε σάν ἡ μεγαλύτερη
ἀρετή τῆς ἔκπτωτης φύσης κάτω στήν κόλαση. Ἄν οἱ δίκαιοι τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας
καί οἱ ποιοῦντες θαύματα, οἱ ὁποῖοι πίστευαν στόν Λυτρωτή ὅτι ἐπίκειται νά
ἔρθει, κατέβηκαν στήν κόλαση, πῶς φαντάζεστε ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες καί οἱ
μωαμεθανοί καί οἱ ἄθεοι, πού δέν γνώρισαν καί δέν πίστεψαν στόν Λυτρωτή, θά
κερδίσουν τήν σωτηρία, μόνο ἐπειδή αὐτοί σᾶς φαίνονται ὡραῖοι καί καλοί, ὅταν ἡ σωτηρία δέν ἐπιτυγχάνεται
μέσα ἀπό ἕνα, σᾶς ἐπαναλαμβάνω, ἕνα μόνον μέσον, καί αὐτό εἶναι ἡ πίστη στόν
Σωτήρα»[1][22].
Ὅλοι ἔχουν κληθεῖ στήν
πίστη στόν Χριστό καί στήν σωτηρία, ἀλλά λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι. οἱ ὁποῖοι ἔρχονται
καί λαμβάνουν τούς καρπούς τῆς Σταυρικῆς Θυσίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
θέτει πολύ καλά τήν ἀνθρώπινη σκέψη ὑπό τό φῶς τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, σέ ἀντιδιαστολή
μέ τήν σκέψη ὑπό τό Ἅγιον Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἆραγε, ἐμεῖς εἴμαστε πιό καλοί ἀπό
τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος «οὕτω ἠγάπησε τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ
ἔδωκεν, ἴνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ' ἔχη ζωήν αἰώνιον»[1][23];
Ὁ ἅγιος Παῦλος λέγει ὅτι ἡ σοφία καί ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι σάν
ἕνα φύλλο στόν ἀέρα μπροστά στόν Θεό[1][24].
Γι’ αὐτό καί τά σκουλήκια τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἀνθρωπισμοῦ καί τοῦ ἀνθρωπισμοῦ
γενικότερα εἶναι μιά ἀπόκλιση ἀπό τόν Θεό. Ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας Ἰωάννης Παῦλος
Β΄ ἦταν ἕνας κατ' ἐξοχήν ἀνθρωπιστής καί αὐτός ὁ αἰώνας εἶναι συνδεδεμένος μέ
τόν ἀνθρωπισμό. Μαχητές γιά τήν κοινωνική δικαιοσύνη (ὁ Μαχάτμα Γκάντι ἤ ἡ
Μητέρα Τερέζα τῆς Καλκούτας ἤ ὁ Ἰωάννης Παῦλος) παρουσιάζονται σάν κοινωνικοί
σωτῆρες, οἱ ὁποῖοι τίθενται στήν θέση τοῦ Χριστοῦ, ἐπανενεργοποιώντας τόν
Πελαγιανισμό.
Ἡ Ἁγία Γραφή μιλάει
γιά ἕνα μόνο σίγουρο δρόμο, γιά νά εἰσέλθουμε στήν Βασιλεία του Θεοῦ, καί αὐτός
εἶναι ἡ πίστη στόν Χριστό καί ἡ κοινωνία μαζί Του.
Αὐτή ἡ κοινωνία πραγματοποιεῖται
στήν πράξη μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος στήν Ἐκκλησία, τήν Μία, Ἁγία,
Καθολική καί Ἀποστολική, δηλαδή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ὁ Σωτήρας λέγει στόν
Νικόδημο : «ἀμήν ἀμήν λέγω σοι, ἐάν μή τις γεννηθῆ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[1][25].
Κατόπιν ὑπογραμμίζει πιό καθαρά : «ἀμήν ἀμήν λέγω σοι, ἐάν μή τις γεννηθῆ ἐξ
ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[1][26].
Ἡ ἐντολή τοῦ Σωτήρα
πρός τούς Ἀποστόλους Του, ἀλλά καί πρός ἐμᾶς ὅλους τούς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς
εἶναι : «πορευθέντες εἰς τόν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τό εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει.
Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται»[1][27].
Ὁ ληστής ἐπί τοῦ Σταυροῦ
ἦταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, πού μπῆκε στόν Παράδεισο, γιατί ὁμολόγησε τόν Χριστό,
μετανόησε καί ἐξομολογήθηκε στόν Χριστό. Ὁ ληστής μπῆκε στόν Παράδεισο, ἔτσι
ὅπως μπῆκαν καί ὅλοι οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν εἶχε
καταπεμφθεῖ ἀκόμη τήν Πεντηκοστή καί δέν εἶχε θεμελιωθεῖ ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία, καί
ἔτσι ὁ ληστής δέν μποροῦσε νά βαπτιστεῖ, ἔτσι ὅπως ἀκριβῶς δέν μποροῦσαν νά βαπτιστοῦν
καί οἱ δίκαιοι στόν Ἅδη, τούς ὁποίους πῆρε ὁ Χριστός στόν Παράδεισο.
Ἐπιπλέον, κανονικό Βάπτισμα
εἶναι καί το Βάπτισμα Αἵματος, ὅταν κάποιος πεθαίνει γιά τόν Χριστό.
Ἀλλά, τό Βάπτισμα αἵματος
ἔχει ἰσχύ μόνο, ὅταν ἕνας παγανιστής ἤ αἱρετικός ἀποτάσσεται (ἀρνεῖται) τόν
παγανισμό ἤ τήν αἵρεσή του, ὁμολογεῖ κατά τόν Ὀρθόδοξο τρόπο Χριστό καί γίνεται
μάρτυρας γι’ αὐτό.
Κάποιος, ὁ ὁποῖος πεθαίνει
σέ κοινωνία μέ ἕνα ψεύτικο χριστό, δέν μπορεῖ νά μπεῖ στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Γνωρίζουμε τό Βάπτισμα
τῆς «ἐπιθυμίας» γιά τούς κατηχουμένους, οἱ ὁποῖοι πίστευαν στόν Χριστό καί στήν
Ἐκκλησία Του, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά βαπτιστοῦν.
Ἐάν σωτηρία σημαίνει
κοινωνία μέ τον Χριστό, ὅπως εἴδαμε, σημαίνει ὅτι καί τήν στιγμή, κατά τήν
ὁποία μπαίνεις σέ κοινωνία μ’ Αὐτόν, μπαίνεις σέ κοινωνία καί μέ ὅλους ὅσοι εἶναι
«συνδεδεμένοι» μέ τόν Χριστό, μέ ὅλους τούς φίλους Του, οἱ ὁποῖοι εἶναι τόσο
ζωντανοί, ὅσο καί κεκοιμημένοι, ἅγιοι. Αὐτό ὀνομάζεται Ἐκκλησία. Ἔτσι, τήν στιγμή,
πού μπαίνεις σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό, μπαίνεις καί στήν Ἐκκλησία Του.
Ὁ Χριστός δέν μπορεῖ
νά εἶναι ψεύτικος καί αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ νά ἀποκαλύπτεται σέ κάποιους,
ὅπως οἱ ἅγιοί Του, μέ εἰκόνες, μέ Ἅγια Μυστήρια, μέ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία καί
μέ ἅγια δόγματα καί κανόνες, καί σέ ἄλλους νά ἀποκαλύπτεται χωρίς Μυστήρια,
χωρίς εἰκόνες, χωρίς ἁγίους, χωρίς ἐκκλησιαστική ἱεραρχία καί χωρίς ἅγια
δόγματα. Ἑπομένως, ὅλοι ὅσοι μπαίνουν σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό, δέν μποροῦν νά
ἔχουν διαφορετικά πιστεύω, ἀλλά ὅλοι θά ἔχουν τήν ἴδια πίστη.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός θά
παρακινήσει αὐτόν, στόν ὁποῖο τοῦ ἀποκαλύφθηκε, γιά νά μπεῖ στήν Ἐκκλησία Του,
φανερώνοντάς του τό Μυστήριο τῆς σωτηρίας στό ἅγιο Βάπτισμα, στήν ἱερωσύνη, στή
Θεία Εὐχαριστία καί στήν ἴδια τήν πίστη σ’ Αὐτόν.
Ὅποιος λέει ὅτι εἶναι
σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό, ἀλλά δέν προσκυνᾶ τίς εἰκόνες, δέν ἔχει ἱερωσύνη καί
δέν πιστεύει Ὀρθόδοξα, στήν πραγματικότητα δέν εἶναι σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό,
ἀλλά βρίσκεται σέ πλάνη. Πιστεύει ὅτι εἶναι σέ κοινωνία, ἀλλά στήν
πραγματικότητα εἶναι σέ κοινωνία μέ τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι προσποιοῦνται ὅτι
εἶναι ἄγγελοι φωτός καί μιμοῦνται τόν Χριστό.
Ἐάν ὁ Χριστός, βλέποντας
τήν καρδιά ἑνός ψευδομάρτυρα τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἤ ἑνός Παπικοῦ, ἤ ἑνός Προτεστάντη, ἤ
ἑνός παγανιστῆ (εἰδωλολάτρη), τοῦ ἀποκαλυφθεῖ μέ μυστικό τρόπο, σίγουρα θά τόν
παρακινήσει νά ἐγκαταλείψει τήν παγανιστική του αἵρεση καί θά τόν ὁδηγήσει στήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Σάν παράδειγμα ἔχουμε
τήν περίπτωση τοῦ ἑκατοντάρχου Κορνηλίου ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁ
ὁποῖος ἦταν ἕνας καλός καί δίκαιος ἄνθρωπος, φιλεύσπλαχνος, μέ πολλές ἀρετές, ἀλλά
πάντα χωρίς νά μπορεῖ νά σωθεῖ.
Γι' αὐτό, τό Ἅγιον Πνεῦμα
ἦλθε σ’ αὐτόν καί τοῦ μίλησε, προτρέποντάς τον νά πάει στόν Ἀπόστολο Πέτρο, γιά
νά βαπτιστεῖ[1][28],
ἔτσι ὥστε νά μπεῖ σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του.
Ἀπό αὐτό βλέπουμε ὅτι
ὁ Θεός εἶναι ἀμερόληπτος καί δέν ἀφήνει κανένα στό σκοτάδι τοῦ θανάτου, ἀλλά
ταυτόχρονα ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι παραμένουν ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν
χαίρονται τούς καρπούς τῆς Σταυρικῆς Θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Σέ ἀντίθεση μέ τούς
κακόδοξους, οἱ ὁποῖοι βλασφημοῦν κατ' αὐτό τόν τρόπο τό Ἅγιον Πνεῦμα. Γι’ αὐτούς
ὁ Χριστός εἶναι σάν νά μήν ἦρθε καί σάν νά μήν μᾶς ἔσωσε, ζῶντας ἀκριβῶς ὅπως
στήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στήν «σκιά τοῦ θανάτου» τῆς ψυχῆς, περιμένοντας
στό τέλος τήν κόλαση.
Κάποιοι φέρνουν σάν
ἐπιχείρημα ἐναντίον τῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅσον ἀφορᾶ την σωτηρία,
τήν ὁποία ἐκθέσαμε πιό πάνω, τό λεγόμενο ὅραμα τοῦ ἁγίου Νήφωνος Κωνσταντιανῆς[1][29].
Κανείς δέν ἔχει ἀποδείξει την αὐθεντικότητα καί τήν πατερική συνέχεια σέ αὐτό
τό «ὅραμα», μέ τό ὁποῖο ἰσχυρίζονται ὅτι στόν Παράδεισο ὑπῆρχαν καί παγανιστές,
ἀλλά ἦταν τυφλοί, δέν εἶχαν ὅραση.
Ἀλλά, ἀκόμα καί ἄν αὐτό
τό ὅραμα ἦταν ἀληθινό, δέν μποροῦμε νά βγάλουμε τό συμπέρασμα ὅτι αὐτοί οἱ παγανιστές
ἦταν στόν Παράδεισο, γιατί ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν σημαίνει κατά κύριο λόγο
πνευματική ὅραση, ὅραση τοῦ Ἀκτίστου Φωτός , ἐνῶ ἔλλειψη ὅρασης (τύφλωση)
σημαίνει στήν πραγματικότητα κόλαση.
Ὁ κόσμος ἐκτός τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ κακοῦ, τοῦ διαβόλου, καί αὐτό τό
πράγμα φαίνεται καλύτερα μέσῳ τῶν προσευχῶν ἐξορκισμοῦ, πού κάνουν στόν κατηχούμενο
ἤ στό παιδάκι κατά τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος.
Μέχρι τό Βάπτισμα, λέγει
ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, ὁ διάβολος φωλιάζει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή
εἶναι κύριος τοῦ ἀνθρώπου, βασιλεύοντας στήν καρδιά[1][30].
Μόνο μέσῳ τῶν ἐξορκισμῶν τοῦ βαπτίσματος, μέ τό νά τόν ἀποτάσσεται (ἀρνεῖται) καί
μέσῳ τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος διώχνεται ὁ διάβολος ἀπό τήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ
ἤ τοῦ κατηχούμενου: (Καί ἐμφυσᾶ αὐτῷ τρίτον ὁ Ἱερεύς, καί σφραγίζει τό μέτωπον
αὐτοῦ καί τό στόμα, καί τό στῆθος, λέγων) Ἐξέλασον ἀπ' αὐτοῦ πᾶν πονηρόν καί
ἀκάθαρτον πνεῦμα, κεκρυμμένον καί ἐμφωλεῦον αὐτοῦ τῇ καρδίᾳ (καί λέγει τοῦτο ἐκ
γ'). Πρίν ἀπό αὐτό εἶναι οἱ ἐξορκισμοί, οἱ ὁποῖοι ξεκινοῦν μέ τά λόγια : Ἐπιτιμᾶ
σοι Κύριος, Διάβολε,… ἀκριβῶς ὅπως προβλέπεται καί στούς κανόνες τοῦ Μεγάλου
Βασιλείου[1][31],
καί ἐκ νέου στό τέλος, ἀκριβῶς πρίν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως κάνουν τίς ἀρνήσεις[1][32].
Τά «μυστήρια» ἐκτός
τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι σωστικά, γιατί παραμένουν κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ
διαβόλου, ὁ ὁποῖος πλανᾶ μέσῳ τῶν ψευδοανθρωπιστικῶν χριστιανισμῶν καί τῶν ψευδομυστηρίων.
Ὅλοι, ὅσοι μεταλαμβάνουν
σέ αἱρετική εὐχαριστία, γίνονται συμμέτοχοι μέ τόν πατέρα του ψεύδους, ὁ ὁποῖος
ἐνέπνευσε τήν αἵρεση, δηλαδή μέ τόν διάβολο, λέγει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης[1][33].
Τά «μυστήρια» τῶν αἱρετικῶν, σύμφωνα μέ ὅλους τούς Ἱερούς Κανόνες εἶναι σάν τό
νερό τῆς βροχῆς, ἐφόσον δέν ἔχουν σωστικό χαρακτήρα[1][34].
Συνοψίζοντας τήν διδασκαλία
τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Ἁγίων Συνόδων, ἰδίως τήν ἀπόφαση
τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης ἐναντίον τοῦ Πελαγιανισμοῦ, ἡ ὁποία ὑποστήριζε τήν
σωτηρία ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας μέσῳ τῶν δικῶν μας δυνάμεων, ὁ καθηγητής τῆς
Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης ἐπιβεβαίωσε
στό Συνέδριο τῆς Κωνστάντζας : «Δέν
ὑπάρχει σωτηρία ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ὑπάρχει, ἐπειδή ἄν ὑπῆρχε θά
κενώνονταν (θά ἄδειαζε) τό σωτηριολογικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Θά ἄδειαζε ὁ σκοπός
τῆς Ἐνανθρωπήσεως, τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας. Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά διευκρινίσω
λιγάκι τήν ἔννοια τῆς σωτηρίας, γιά νά κατανοηθεῖ τό θέμα. Ὅταν μιλᾶμε γιά
σωτηρία στό πλαίσιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν ἐννοοῦμε ἕνα νομικό γεγονός.
Ἐννοοῦμε μιά κοινωνία ζωῆς. Ὁ Χριστός, ὅταν ἔφευγε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, εἶπε
στούς μαθητές Του : «Ζωήν τήν ἐμήν δίδωμιν ὑμῖν». Τήν ζωή τήν δική Μου σᾶς
δίνω. Καί ἔχω ἔρθει «ἵνα ζωήν ἔχωσι» οἱ ἄνθρωποι, νά ἔχουν ζωή, καί «περισσόν
ἔχωσι»[1][35],
νά ἔχουν ξεχείλισμα ζωῆς. Αὐτή ἡ ζωή, γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ Χριστός, δέν εἶναι
ἡ βιολογική ζωή Του, γιατί ἡ βιολογική ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἴδια μέ τήν δική μας,
ἐκτός ἁμαρτίας. Ἡ ζωή, γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὁ Χριστός, εἶναι ἡ Τριαδική ζωή. Ἡ
ζωή, δηλαδή, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, εἶναι Ἄκτιστη Ζωή, εἶναι ἡ ἴδια
ἡ Θεότητα, εἶναι ἡ Ἄκτιστη Θεοποιός Χάρη καί Ἐνέργεια, στήν ὁποία μετέχουμε,
γιά νά σωζόμαστε. Ἔτσι, ὅταν λέμε ὅτι κάποιος μπορεῖ νά σωθεῖ ἤ νά μήν σωθεῖ,
ἐννοοῦμε κάτι πάρα πολύ ἁπλό καί κατανοητό. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, πῆρε δηλαδή
τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά μᾶς δώσει στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας τήν δυνατότητα
νά κοινωνήσουμε, δηλαδή νά μετάσχουμε τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Σέ
μιά ἄλλη συνάφεια ὁ Χριστός εἶπε ὅτι Ἐγώ εἶμαι ἡ ἄμπελος καί ἐσεῖς τά κλήματα.
Ἄν ἕνα κλῆμα κοπεῖ, δέν μπορεῖ νά φέρει καρπούς. («Ἐγώ εἰμί ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά
κλήματα. Ἐάν μή τις μείνη ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τό κλῆμα καί ἐξηράνθη, καί
συνάγουσιν αὐτά καί εἰς τό πῦρ βάλλουσι καί καίεται»[1][36]).
Πρακτικῶς αὐτό στήν Ἐκκλησία σήμαινε ὅτι μέ τήν πνευματική ἐξουσία, πού ἔδωσε ὁ
Χριστός στούς μαθητές Του νά λύνουν καί νά δένουν τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου,
ὅταν κάποιος δέν ἔχει τήν ὀρθή πίστη, ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέσῳ τῶν ἀποφάσεων
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἔτσι δέν εἶναι φυσιολογικό γεγονός, δέν μπορεῖ
κάποιος, πού ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, νά φέρει καρπό. Ὁ καρπός εἶναι ἡ
σωτηρία. Εἶναι σάν νά ποῦμε τό ἑξῆς παράδειγμα ἀπό τόν χῶρο τοῦ κτιστοῦ.
Ὑπάρχει ἡ γεννήτρια, πού δίνει τό ἠλεκτρικό ρεῦμα. Ὑπάρχει καί ὁ λαμπτήρας ὁ
συγκεκριμένος, ἡ λάμπα. Ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ λάμπα, ἐπειδή εἶναι λάμπα,
μπορεῖ νά φωτίζει. Εἶναι ἐντελῶς ἀπαραίτητο νά ὑπάρχει ἡ σύνδεση μεταξύ τῆς
γεννήτριας, πού βγάζει τό ἠλεκτρικό ρεῦμα, καί τοῦ λαμπτήρα, τῆς λάμπας. Μιλᾶμε
δηλαδή γιά ἕνα ὑπαρξιακό, ὀντολογικό γεγονός, τό ὁποῖο γνωρίζει καί ὁ διάβολος.
Ὁ διάβολος δηλαδή γνωρίζει καλύτερα καί ἀπό μᾶς καί πιστεύει στόν Θεό, ἀλλά δέν
σώζεται. Γιατί; Ἐκεῖνο, πού συνδέει τό ἠλεκτρικό ρεῦμα μέ τήν λάμπα, δέν εἶναι
μόνο τό καλώδιο, πού ὑπάρχει ὀργανικά, δηλαδή ἡ πίστη, ἀλλά χρειάζεται καί ὁ
διακόπτης. Αὐτό λέγουν καί οἱ Πατέρες, αὐτός ὁ διακόπτης εἶναι ἡ
ταπεινοφροσύνη, τήν ὁποία δέν ἔχει ὁ διάβολος. Τελειώνω μέ τό ἑξῆς : ὁ ἴδιος ὁ
Θεός εἶπε καί στήν Παλαιά Διαθήκη καί τό ἐπαναβεβαίωσε ὁ Χριστός στήν Καινή
Διαθήκη ὅτι «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν»[1][37],
δηλαδή τήν Χάρη, τήν Ἄκτιστη Θεοποιό Χάρη καί Ἐνέργεια, τήν ζωή Του ὁ Θεός τήν
δίνει μόνο σέ ὅσους εἶναι ταπεινοί. Ἕνας αἱρετικός, ἕνας ἑτερόδοξος, μᾶς λέγουν
οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι ταπεινός. Ἄλλωστε τό ὅτι εἶναι
αἱρετικός ἔχει ξεχωρίσει τόν ἑαυτό του ἀπό τό φρόνημα τῶν Πατέρων. Δέν εἶναι
ἑπόμενος τοῖς Ἀγίοις Πατράσι»[1][38].
Στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας
βρίσκονται ἀναθέματα καί ἐναντίον ὅσων θεωροῦσαν ὅτι ὑπάρχει σωστική Χάρις
ἐκτός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Σύμφωνα μέ τίς Ἡσυχαστικές συνόδους, οἱ ὁποῖες θεωροῦνται
ὡς ἡ 9η Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος :
«Ἀκόμη, στούς ἴδιους,
πού φρονοῦν καί λένε ὅτι κάθε φυσική δύναμη καί ἐνέργεια τῆς Τρισυπόστατης
Θεότητας εἶναι κτιστή, καί οἱ ὁποῖοι ὡς ἐκ τούτου ἀναγκάζονται νά πιστεύουν ὅτι
εἶναι κτιστή καί ἡ ἴδια ἡ θεία φύση – διότι ἡ κτιστή ἐνέργεια, σύμφωνα μέ τούς
Ἁγίους, θά δηλώσει καί κτιστή φύση, ἐνῷ ἡ
ἄκτιστη (ἐνέργεια) θά χαρακτηρίσει καί ἄκτιστη φύση - καί πού ὡς ἐκ τούτου
κινδυνεύουν νά πέσουν σέ τέλεια ἀθεΐα καί συσχετίζουν τήν καθαρή καί ἄψογη
πίστη τῶν Χριστιανῶν μέ τήν ἑλληνική μυθολογία καί τήν λατρεία κτισμάτων, καί
οἱ ὁποῖοι δέν ὁμολογοῦν, σύμφωνα μέ τίς θεόπνευστες θεολογικές διδασκαλίες τῶν
Πατέρων καί μέ τό εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι κάθε φυσική δύναμη καί
ἐνέργεια της Τρισυπόστατης Θεότητας εἶναι ἄκτιστη, ἄς εἶναι ἀνάθεμα»[1][39].
Σύμφωνα μέ τήν αἱρετική
παπική διδασκαλία, τό ἔργο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων
πραγματοποιεῖται μέ κάτι κτιστό, πού σημαίνει ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι σέ
ἄμεση κοινωνία μέ τόν Θεό. Ὁ ἀνθρωπισμός καί ὁ ὀρθολογισμός ἔχουν ὡς βάσεις
ἀκριβῶς αὐτήν τήν αἵρεση, ἡ ὁποία διακηρύσσει ὅτι δέν ἔχουμε ἄμεση μετοχή τοῦ
Θεοῦ μέσῳ τῆς Χάριτος, μέσῳ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων, ἀλλά τότε αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
ἀρνοῦνται τήν ἄκτιστη Χάρη μέ τί ἀκριβῶς κοινωνοῦν ἀπό τό Ποτήριο; Μέ κάτι
κτιστό; Γιά τόν λόγο αὐτό δέν μποροῦν νά ἔχουν κοινωνία μέ τόν Θεό, δέν μποροῦν
νά ἔχουν σωτηρία, ἡ ὁποία εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἄμεση κοινωνία μέ τόν Θεό, χωρίς
ἐνδιάμεσα κάτι τό κτιστό.
«Αὐτή εἶναι ἡ πίστη
τῶν Ἀποστόλων· αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῶν Πατέρων· αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῶν ὀρθοδόξων·
αὐτή ἡ πίστη σώζει τόν κόσμο· Αὐτούς τούς κήρυκες τῆς ἀληθινῆς πίστης, τούς
ἐπαινοῦμε σάν ἀδελφούς καί ἐπιθυμοῦμε νά τούς ἔχουμε σάν γονεῖς μας, πρός δόξαν
καί τιμήν τῆς ἀληθινῆς θρησκείας», σύμφωνα μέ τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας[1][40].
Μέ ἄλλα λόγια, αὐτή
εἶναι ἡ μόνη σωστική πίστη, ἡ ὁποία μᾶς συνδέει μέ τόν Δημιουργό καί Σωτήρα. Τό
Ἄκτιστο Φῶς, τό Θαβώριο Φῶς εἶναι κατάσταση σωτηρίας τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν,
ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά φανερωθεῖ, ἐάν βρισκόμαστε σέ πλάνη, σέ κοινωνία μέ τά
ἀκάθαρτα πνεύματα.
Στό Εὐαγγέλιο τῆς μελλούσης
Κρίσεως[1][41]
γίνεται λόγος, ὄχι γιά καλές πράξεις, ἀλλά γιά ἅγιες καλές πράξεις. Ὁ Χριστός
ὀνομάζει μικρούς ἀδελφούς Του αὐτούς, πού εἶναι πιστοί, ὄχι ἄπιστοι. Τό
Βάπτισμα καί ἡ κοινωνία μέ τά ἅγια Μυστήρια μᾶς κάνουν ἀδελφούς[1][42],
δείχνοντας ὅτι ἡ Κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι δίκαιη, καί θά ζητήσει
κατά τήν ὥρα τῆς κρίσεως ἔργα, πού θά εἶναι σύμφωνα μέ τήν δυνατότητα τοῦ
ἀνθρώπου νά τά πραγματοποιήσει˙ νά προσφέρει ἕνα ποτήρι νερό, νά ἐπισκεφθεῖ ἕναν
ἄρρωστο ἤ φυλακισμένο.
Συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος, λέγοντας : «Ἀκόμα καί ἄν οἱ δίκαιοι ἔκαναν χιλιάδες καί χιλιάδες
καλές πράξεις, ἡ ἀνταμοιβή τους θά ἦταν ἕνα Δῶρο ἀπό τόν Θεό, σάν νά τούς
δώρησε τόν Οὐρανό καί τήν Βασιλεία καί τόσο πολλή τιμή σέ ἀντάλλαγμα γιά τόσο
μικρές καί ἀσήμαντες πράξεις»[1][43].
Ἀπό ἐδῶ φαίνεται ὅτι
ὅλα εἶναι Χριστοκεντρικά. Σέ κάθε ἄνθρωπο πρέπει νά βλέπουμε τόν Χριστό. Ἐάν τά
σωματικά ἔργα ἐλέους εἶναι τόσο σημαντικά
καί δίνουν πνευματικά ἔργα ἐλέους, πόσο μᾶλλον,
ἄν ἐπιστρέψει ἕνας αἱρετικός ἤ ἕνας παγανιστής ἀπό τό κακό καί τόν βυθίσεις
στήν κολυμβήθρα τοῦ Ἁγίου Ὀρθοδόξου Βαπτίσματος; Κανείς δέν θά ἀδικηθεῖ στήν
Κρίση καί θά ἦταν βλασφημία νά σκεφτόμαστε ὅτι κάποιος θά μποροῦσε νά ἀδικηθεῖ.
Ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ ἔλεγε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι
ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, καί γι’ αὐτό τό Ἅγιον Πνεῦμα φωτίζει αὐτούς, πού εἶναι ταπεινοί
καί λαμβάνουν τήν θεϊκή ἀποκάλυψη, ἐρχόμενοι μέ θαυματουργικό τρόπο στήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία[1][44].
Ἀλλά, ὁ Θεός ἔχει ἀφήσει
τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας σέ μᾶς τούς πιστούς, γιά νά ἔχουμε τήν δυνατότητα νά διακηρύξουμε
τήν Ὀρθοδοξία στά πέρατα τοῦ κόσμου, ἔτσι ὥστε καί οἱ ἀδελφοί μας στήν
οἰκουμένη νά ἀκούσουν τόν Ὀρθόδοξο λόγο καί νά σωθοῦν. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες ἀπό
τό Ἅγιον Ὄρος ἔχουν στείλει μοναχούς ἀλλά καί λαϊκούς στήν Ἀφρική, σέ
ἀπομακρυσμένες φυλές, καί σέ κάθε γωνιά τοῦ κόσμου, γιά νά μεταδώσουν τό
Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Ἐάν ἔχουμε πραγματικά
ζῆλο γιά τήν σωτηρία μας, πρέπει νά σκεφτόμαστε καί τήν σωτηρία τῶν μή
Ὀρθοδόξων καί νά πηγαίνουμε νά τούς ὁμιλοῦμε περί τῆς Ὀρθοδοξίας, καί τό Ἅγιον
Πνεῦμα θά μιλήσει μέσω ἡμῶν.
Ὁ ἅγιος μάρτυς Δανιήλ
Σισόγιεφ, πού μαρτύρησε στή Μόσχα τό 2009, λέγει ὅτι, ὅταν ἔχουμε μπροστά στά
μάτια μας αὐτή τήν τραγωδία, ὅτι δηλαδή ἡ σωτηρία τοῦ μή ὀρθόδοξου πλησίον μας
εἶναι στά χέρια μας, αὐτό μᾶς δείχνει ὅτι πρέπει νά γίνουμε ἀπόστολοι τῆς
Ὀρθοδοξίας στόν κόσμο μέ ὅλα τά μέσα καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά βγάλουμε τούς
λαούς ἀπό τήν δουλεία τοῦ σατανᾶ καί νά σώσουμε κι ἐμεῖς τήν ψυχή μας[1][45].
Ἀμήν.
[1][1].
Ἔχει δηλ. τήν πληρότητα τῆς ἀληθείας.
[1][2].
Α΄ Τιμ. 2, 4.
[1][3].
Ὑπόμνημα εἰς τόν ἅγιον Ματθαῖον τόν Εὐαγγελιστήν 59, 5 PG 58, 580.581 (ΕΠΕ 11,
382). Βλ. ἐπίσης καί JEAN-CLAUDE LARCHET, Dumnezeu este iubire; Mărturia Sfântului
Siluan Athonitul, μτφρ. ἐκ τοῦ γαλλικοῦ Marinela Bojin, ed. Sophia, Bucureşti 2003,
σ. 114ἑ.
[1][4].
Ἱερ. 15, 19.
[1][5].
Εἰς τήν Γένεσιν 3, 4 PG 53, 36 (ΕΠΕ 2, 66): «Καὶ ἵνα μάθῃς͵ ὅσον ἐστὶν ἀγαθὸν τὸ
δυνηθῆναι μετὰ τῆς οἰκείας σωτηρίας καὶ ἕτερον κερδᾶναι͵ ἄκουσον ἐκ προσώπου τοῦ
Θεοῦ λέγοντος τοῦ προφήτου Ὁ ἐξάγων τίμιον ἐξ ἀναξίου͵ ὡς στόμα μου ἔσται».
[1][6].
Ρωμ. 10, 4.
[1][7].
Ρωμ. 10, 9-10.
[1][8].
Ἐφ. 2, 8-9.
[1][9].
Πρβλ. ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατηχήσεις Φωτιζομένων 13, 33 PG 33,
812C.813A (ΕΠΕ 2, 56.58): «Ὑπέμεινε δὲ ταῦτα ὁ σωτὴρ εἰρηνοποιήσας διὰ τοῦ
αἵματος τοῦ σταυροῦ τὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ γῆς. Ἐχθροὶ γὰρ ἦμεν θεοῦ δι΄
ἁμαρτίας ... Ἀνέλαβε Χριστὸς τὰς ἁμαρτίας ἐν τῷ Σώματι ἐπὶ τὸ Ξύλον͵ ἵνα διὰ
τοῦ θανάτου αὐτοῦ ταῖς ἁμαρτίαις ἡμεῖς ἀπογενόμενοι τῇ δικαιοσύνῃ ζήσωμεν».
[1][10].
Ψαλμ. 6, 5.
[1][11].
Ψαλμ. 106, 16.
[1][12].
Λουκ. 10, 12.
[1][13].
Πρβλ. ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τόν ἅγιον Ματθαῖον τόν
Εὐαγγελιστήν 36, 3 PG 57, 416.417 (ΕΠΕ 10, 545ἑξ.)
[1][14].
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τόν ἅγιον Ματθαῖον τόν Εὐαγγελιστήν 36,
3.4 PG 57, 417.418.419 (ΕΠΕ 10, 547.549.554)
[1][15].
Ρωμ. 2, 14-16.
[1][16].
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ἅπαντα τά ἔργα 16 Β, Ὑπόμνημα στήν πρός Ρωμαίους
ἐπιστολή, Ὁμιλία ΣΤ΄ , Κείμενο-Μετάφραση-Σχόλια Σπύρος Μουστάκας, ΕΠΕ 71, ἐκδ.
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
Θεσ/κη 1984, σσ.
448-459.
[1][17]. Liber de Unitate Ecclesiae 14,
PL 4, 510A-511B. Βλ. ἐπίσης, The Unity of the Church, translated
by R. Deferrari, The Fathers of the Church; a new translation, τόμ. 36, The
Catholic University of America,
New York 1958, σσ. 109ἑ.: «Even if
such men are slain in confession of the Name that stain is not washed away by
blood; the inexpiable and serious fault of discord is purged not even by
martyrdom. He cannot be a martyr who is not in the Church ... They cannot abide
with God who have been unwilling to be of one mind in God's Church. Although
they burn when given over to flames and fire, or lay down their lives when
thrown to the beasts, that crown of faith will not be theirs, but the
punishment of perfidy, and no glorious ending of religious valor but the
destruction of desperation. Such a man can be slain; he cannot be crowned. Thus
he professes himself to be a Christian, just as the devil often falsely
declares himself to be even Christ, although the Lord forewarned of this
saying: 'Many will come in my name saying: "I am the Christ," and
will deceive many.' Just as He is not Christ, although he deceives in His name,
so he cannot seem a Christian who does not abide in His Gospel and in the true
faith».
[1][18].
Βλ. στό ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1990, σ. 433.
[1][19].
Β΄ Τιμ. 2, 5.
[1][20].
Βλ. τήν πολύ ἐμπεριστατωμένη σχετική μελέτη τοῦ π. Ἀναστασίου Γκοτσόπουλου,
ὅπου παρουσιάζονται ὅλοι οἱ σχετικοί ἱεροί κανόνες καί ἡ Παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας. Πρεσβ. ΑΝ. ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ συμπροσευχή μέ αἱρετικούς. Προσεγγίζοντας
τήν κανονική πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Θεοδρομία» 2009.
[1][21].
Μεταγενέστερη φράση πού ἀποδίδει συνολικῶς τήν οὐσία τῆς εκκλησιολογίας τοῦ
ἁγίου Κυπριανοῦ, ὁ ὁποῖος λ.χ. ἔγραφε σέ ἀνάλογο χωρίο, ὅτι «δέν μπορεῖ
νά ἔχει κάποιος πατέρα τόν Θεό, ἄν δέν ἔχει μητέρα τήν Ἐκκλησία» («Habere
jam non potest Deum patrem, qui Ecclesiam non habet matrem», Liber de Unitate Ecclesiae
6 PL 4, 503A).
[1][22]. Sf. IGNATIE BRIANCIANINOV,
«Despre “mântuirea” ereticilor», Buletinul Parohiei “Hanul Coltei” 176 (31 Iulie 2016) 1. Βλ. Τό κείμενο ἐδῶ: https://sfantul-ilie.ro/www/wp-content/uploads/2016/08/buletin-nr.176-31.07.2016.pdf
[1][23].
Ἰω. 3, 16.
[1][24].
Βλ. Α΄Κορ. 1, 20 καί Ρωμ. 10, 3
[1][25].
Ἰω. 3, 3.
[1][26].
Ἰω. 3, 5.
[1][27].
Μάρκ. 16, 15-16.
[1][28].
Πράξ. 10, 1-48.
[1][29].
Ἅγιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς· ὁ ἀσκητής Ἐπίσκοπος, ἔκδ. Σταυροπηγιακῆς καί
Συνοδικῆς Ἱ. Μ. Ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Κάλαμος 1995, σ. 108. Τό ἐν λόγῳ ὅραμα
ἀναδημοσιευόμενο καί στά http://www.oodegr.com/oode/swthria/krisis1.htm καί http://www.agioskosmas.gr/themata.asp?isue=76&artid=4634
[1][30].
ΑΓΙΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος ἀσκητικός 76, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, τόμ. Α΄,
ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1982, σ. 258: «»Ἐγώ δέ ἐκ τῶν θείων Γραφῶν καί ἐξ αὐτῆς δέ
τοῦ νοῦ τῆς αἰσθήσεως κατείληφα, ὅτι πρό μέν τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἔξωθεν ἡ
χάρις πρός τά καλά προτρέπεται τήν ψυχήν, ὁ δέ σατανᾶς ἐν τοῖς αὐτῆς ἐμφωλεύει βάθεσιν,
ὅλας τάς τοῦ νοῦ ἀποφράττειν δεξιάς πειρώμενος διεξόδους. Ἀπό δέ αὐτῆς τῆς ὥρας
ἐν ᾗπερ ἀναγεννώμεθα, ἔξωθεν μέν ὁ δαίμων γίνεται, ἔσωθεν δέ ἡ χάρις».
[1][31].
Κανών Ϟα΄ (91), στό ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 643:
«Τό δέ τρίς βαπτίζεσθαι τόν ἄνθρωπον, πόθεν; Ἀλλά καί ὅσα περί τό βάπτισμα,
ἀποτάσσεσθαι τῷ σατανᾷ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ, ἐκ ποίας ἐστί Γραφῆς; οὐκ ἐκ
τῆς ἀδημοσιεύτου ταύτης καί ἀπορρήτου διδασκαλίας, ἥν ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ καί
ἀπεριεργάστῳ σιγῇ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἐφύλαξαν, καλῶς ἐκεῖνοι δεδιδαγμένοι τῶν
Μυστηρίων τά σεμνά σιωπῇ διασῴζεσθαι;».
[1][32].
Μικρόν Εὐχολόγιον, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι
1988 (ἔκδοσις 10η), σσ. 60.64.65.
[1][33].
Ἐπιστολή (220ή) πρός τήν Σπαθαρίαν ἧς τό ὄνομα Μαχαρᾶ 2, PG 99, 1668D: «Τό γάρ
κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον, ἀλλοτριοῖ
Θεοῦ καί προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ».
[1][34].
Βλ. καί τήν ἀνάλογη διατύπωση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στό Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ.,
σ.58 (ὑποσημείωση στόν ΜΖ΄ (47ο) Ἀποστολικό Κανόνα): «Σημείωσαι δέ, ὅτι τούς
Λατίνους δέν λέγομεν ὅτι ἀναβαπτίζομεν, ἀλλ’ ὅτι βαπτίζομεν. Ἐπειδή τό βάπτισμα
αὐτῶν ψεύδεται τό ὄνομα αὐτοῦ. Καί οὐχ ὅλως ἐστί βάπτισμα, ἀλλά ῥάντισμα μόνον
ψιλόν».
[1][35].
Ἰω. 10, 10
[1][36].
Ἰω. 15, 5-6.
[1][37].
Ἰακ. 4, 6.
[1][38].
Τά λόγια τοῦ ὁμοτίμου καθηγητοῦ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, βλ. στό Preot MATEI
VULCANESCU, «Pr. Gheorghios Metallinos si prof. Dimitrios Tselenghidis - Se
mantuiesc ereticii?(1/3)» (13 Mar 2017) (https://www.youtube.com/watch?v=O5JPJGfOFe4&ab_channel=preotMateiVulcanescu)
(ἀπό τό 1:15:00 καί ἑξῆς) καί τήν συνέχεια τῶν λόγων στό 2ο μέρος, μέχρι τό 00:06:02 (https://www.youtube.com/watch?v=UFuMYWqkwk0&ab_channel=preotMateiVulcanescu).
Βλ. ἐπίσης καί τήν ἱστοσελίδα: https://ortodoxiacatholica.wordpress.com/2017/03/14/cum-se-dialogheaza-cu-ereticii-se-mintuiesc-neortodocsii-prima-parte/
.
[1][39].
Συνοδικόν τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Ζ΄ Συνόδου ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναθεματισμός
50ός (4ος στά Κατά τοῦ Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου θ΄ κεφάλαια), στό Τριώδιον
Κατανυκτικόν, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2017
(ἔκδοση 5η), σ. 364.
[1][40].
Αὐτόθι, σ. 354: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ
πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξε. Ἐπί τούτοις, τούς
τῆς εὐσεβείας κήρυκας ἀδελφικῶς τε καί πατροποθήτως, εἰς δόξαν καί τιμήν τῆς
εὐσεβείας, ὑπέρ ἧς ἠγωνίσαντο, ἀνευφημοῦμεν καί λέγομεν».
[1][41].
Ματθ. 25, 31-46.
[1][42].
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τόν ἅγιον Ματθαῖον τόν Εὐαγγελιστήν 79,
1 PG 58, 718 (ΕΠΕ 12, 108.110): «Τούς γάρ τοιούτους εἰς ἀδελφότητα μάλιστα καλεῖ,
τούς ἀγνῶτας, τούς εὐκαταφρονήτους ... Ἀδελφόν γάρ τό βάπτισμα ἐργάζεται καί ἡ τῶν
θείων μυστηρίων κοινωνία».
[1][43].
Ὑπόμνημα εἰς τόν ἅγιον Ματθαῖον τόν Εὐαγγελιστήν 79, 2 PG 58, 720 (ΕΠΕ 12,
116): «Κἄν γάρ μυρία ὦσι πεποιηκότες, χάριτός ἐστιν ἡ φιλοτιμία, τό ἀντί μικρῶν
οὕτω καί εὐτελῶν, οὐρανόν τοσοῦτον καί βασιλείαν καί τηλικαύτην αὐτοῖς δοθῆναι
τιμήν».
[1][44]. Πρβλ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ, Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη
καρδιά, μτφρ. Μαρία Δημητριάδου, ἐκδ. «Ἐγρήγορση», Ἀθήνα 1999, σ. 25: «Ἐδῶ
βλέπουμε πῶς προκύπτει αὐτό πού λέγεται ἀποκάλυψη: ἡ καρδιά συγκινεῖται καί ἀλλοιώνεται
ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἤ ἀπό κάποιον πού εἶναι πληρωμένος μέ τό Πνεῦμα Του,
ἤ ἁπλᾶ ἀκούγοντας νά κηρύσσεται ἡ ἀλήθεια γι΄ Αὐτόν. Ἐπίσης, ἔτσι οἱ Ἀπόστολοι
εἶχαν τή δύναμη νά πᾶνε σέ ὅλη σχεδόν τήν οἰκουμένη ...».
[2][45]. Διάκονος ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΒ, «Νά λάμπεις σάν ἕνα ἀστέρι». Βιογραφία
καί πνευματικές συζητήσεις τοῦ Νεομάρτυρος Ἱερέως Δανιήλ Σισόεβ, ἔκδ.
«Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2013, σ. 48.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου